Πριν από λίγες ημέρες, η Ελλάδα έχασε έναν από τους μεγαλύτερους μουσικούς που ανέδειξε, μια προσωπικότητα που έκανε γνωστή τη χώρα μας παγκοσμίως τόσο με το καλλιτεχνικό του έργο όσο και με τους αγώνες του για δημοκρατία, ελευθερία και ανθρώπινα δικαιώματα σε πολύ δύσκολους καιρούς. Ο Μίκης Θεοδωράκης έφυγε στα 96 του αφήνοντας μια τεράστια παρακαταθήκη. Στο άρθρο αυτό θα μιλήσουμε για τη σχέση του με την έβδομη τέχνη και μερικές από τις ταινίες για τις οποίες συνέθεσε τη μουσική.
Μέσα στα αναρίθμητα μουσικά αριστουργήματα του Μίκη, που ακούγονται και θα ακούγονται για πάντα στις καρδιές των ανθρώπων στην Ελλάδα αλλά και παγκοσμίως, συγκαταλέγονται και ουκ ολίγες συνθέσεις του για κινηματογραφικές ταινίες. Στο ενεργητικό του καταγράφονται περίπου τριάντα ταινίες για τις οποίες έγραψε τη μουσική (χωρίς να προσμετρώνται ντοκιμαντέρ και τηλεοπτικές παραγωγές), μεταξύ των οποίων παγκοσμίου και διαχρονικού βεληνεκούς δημιουργίες όπως Αλέξης Ζορμπάς (1964), Ζ (1969) και Σέρπικο (1973).
Στη δεκαετία του 1950, όταν ο νεαρός τότε Μίκης ήταν ακόμα άσημος, ξεκίνησε και η σχέση του με τον κινηματογράφο. Το 1953 συνέθεσε τη μουσική για το Ξυπόλητο Τάγμα, μια γλυκόπικρη, συγκινητική ιστορία από την κατοχή που γυρίστηκε με ερασιτέχνες ηθοποιούς (παιδιά, κατά κύριο λόγο) και έφτασε να αποσπάσει το πρώτο βραβείο στο φεστιβάλ του Εδιμβούργου. Δεν ήταν η πρώτη του επαφή με την έβδομη τέχνη, ωστόσο ήταν η πρώτη φορά που άφησε το στίγμα του εκεί.
Την ίδια χρονιά έφυγε για το Παρίσι και ξεκίνησε να ανατέλλει το άστρο του. Το 1957 βρέθηκε στο Λονδίνο, όπου μάλιστα συνάντησε την απόλυτη τότε σταρ του παγκοσμίου κινηματογράφου Μέριλιν Μονρόε (μέσω του συζύγου της, Άρθουρ Μίλερ, με τον οποίο ο Μίκης είχε κοινές πολιτικές απόψεις), την οποία περιέγραψε ως μια “χαριτωμένη ξανθιά βλάχα, που μοιάζει με Ρωσίδα χωριατοπούλα”.
Στο Λονδίνο ο Μίκης ήρθε σε επαφή με τους θρυλικούς Βρετανούς σκηνοθέτες και παραγωγούς Μάικλ Πάουελ και Έμερικ Πρέσμπεργκερ, οι οποίοι είχαν ήδη στο ενεργητικό τους κλασικές επιτυχίες όπως Ζήτημα Ζωής και Θανάτου (1946), Μαύρος Νάρκισσος (1947) και Τα Κόκκινα Παπούτσια (1948). Έγραψε, λοιπόν, τη μουσική για την τελευταία, όπως έμελλε να αποδειχθεί, συνεργασία τους ως δίδυμο, το πολεμικό δράμα Ill Met by Moonlight. Η επιλογή του Θεοδωράκη δεν ήταν τυχαία, καθώς το έργο διαδραματίζεται στη χώρα μας, και συγκεκριμένα στην Κρήτη τα χρόνια της ναζιστικής κατοχής.
Το έργο απέσπασε θετικές κριτικές και συνετέλεσε στην ανάδειξη του Μίκη στο καλλιτεχνικό στερέωμα, ωστόσο ο τελευταίος ένιωσε, όπως δήλωσε, πικρία που την ιστορία αυτή για την Κρήτη την αφηγήθηκαν ξένοι και όχι οι ντόπιοι. Μετά τη διάλυση της συνεργασίας του Πάουελ με τον Πρέσμπεργκερ, ο πρώτος τον εμπιστεύτηκε ξανά για τη μουσική της ταινίας Ο Μήνας του Μέλιτος (1959). Ενώ η ταινία πέρασε στα… αζήτητα, η μελωδία που έγινε γνωστή στην Ευρώπη ως The Honeymoon Song και στην Ελλάδα ως το πασίγνωστο Αν Θυμηθείς Τ΄ Όνειρό Μου σημείωσε τεράστια επιτυχία, τόσο που λίγα χρόνια αργότερα, την ερμήνευσαν μέχρι και οι Beatles, στο απόγειο μάλιστα της καριέρας τους. Ακολούθησαν ακόμα δύο βρετανικές παραγωγές στις αρχές της επόμενης δεκαετίας.
Ο δρόμος είχε ανοίξει για το Μίκη, στον κινηματογράφο αλλά και γενικότερα. Το στιλ της μουσικής του εκείνη στην εποχή θυμίζει μόνο απομακρυσμένα την Ελλάδα, αλλά σύντομα, και συγκεκριμένα το 1960, επέστρεψε στη χώρα μας και ξεκίνησε η περίοδος όπου μεγαλούργησε με έντονο το ελληνικό στοιχείο στο έργο του. Η πρώτη ελληνική (συμ)παραγωγή στην οποία συμμετείχε μετά την επιστροφή του ήταν η Φαίδρα, το 1962, του Ζιλ Ντασέν με πρωταγωνίστρια τη μούσα και σύζυγό του Μελίνα Μερκούρη.
Αφού έγραψε τη μουσική για δύο ακόμα ευρωπαϊκές παραγωγές (μεταξύ των οποίων το Μεσάνυχτα Παρά Πέντε του Ανατόλι Λίτβακ, με τους διεθνούς φήμης σταρ Σοφία Λόρεν και Άντονι Πέρκινς), ο Θεοδωράκης στράφηκε για τα καλά στις ελληνικές ρίζες του. Οι τρεις συνεργασίες με το σκηνοθέτη Μιχάλη Κακογιάννη παραμένουν αξέχαστες, κυρίως, φυσικά, το θρυλικό Συρτάκι του Ζορμπά, το τραγούδι και ο χορός που έχουν ταυτιστεί με τη χώρα μας και τις ομορφιές της.
Το 1969 ακολούθησε ακόμα μια μαγική στιγμή του Μίκη: η μουσική του πολιτικού δράματος Ζ, του Κώστα Γαβρά, που αν και δε γυρίστηκε, ούτε προβλήθηκε αρχικά στη χώρα μας, λόγω της δικτατορίας, άφησε εποχή με ένα έξοχο καστ Ελλήνων και Γάλλων πρωταγωνιστών και αποτέλεσε, παραδόξως ίσως, μια από τις ελάχιστες ταινίες πολιτικού περιεχομένου στην καριέρα του. Αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο Μίκης δε συνέθεσε νέο υλικό για την ταινία, καθώς ήταν σε κατ΄ οίκον περιορισμό από τη Χούντα, απλώς έδωσε στο Γαβρά την άδεια να χρησιμοποιήσει παλαιότερο υλικό του. Το αποτέλεσμα ήταν μια εκπληκτική ταινία με τη μουσική να αποτελεί το “κερασάκι στην τούρτα”, και να αποσπά βραβείο BAFTA (τα βρετανικά Όσκαρ) καλύτερης πρωτότυπης μουσικής.
Η Χούντα τελικά επέτρεψε στο Μίκη να φύγει από την Ελλάδα, το 1970, και στα υπόλοιπα χρόνια της επταετίας αυτός συνεργάστηκε ξανά με γνώριμα πρόσωπα όπως ο Κακογιάννης (Τρωάδες, 1971), ο Γαβράς (Κατάσταση Πολιορκίας, 1972) και ο Ζιλ Ντασέν (Η Δοκιμή, 1974), μια ταινία με θέμα τη δικτατορία στην οποία συμμετείχε κιόλας ως ηθοποιός. Το 1973 ήρθε η μοναδική του συνεισφορά σε χολιγουντιανή ταινία, το Σέρπικο του Σίντνεϊ Λούμετ με τον κορυφαίο Αλ Πατσίνο. Ο Λούμετ δεν ήθελε μουσική στην ταινία του, ωστόσο έσπευσε να καλέσει τον Έλληνα συνθέτη όταν φοβήθηκε ότι ο παραγωγός της ταινίας θα την επιβάλει μόνος του. Την ίδια χρονιά, μάλιστα, ήρθε και η μοναδική κινηματογραφική συνεργασία του με το ανατολικό μπλοκ, στο πολεμικό έπος εποχής Η Μάχη της Σουτγιέσκα (1973), γυρισμένο στη Γιουγκοσλαβία.
Τελευταίες σημαντικές συνθέσεις του Θεοδωράκη για το σινεμά υπήρξαν αυτές για τις ταινίες Ιφιγένεια, κι αυτή του Κακογιάννη, το 1977 και, φυσικά, ο Άνθρωπος με το Γαρίφαλο (1980), το σπουδαίο δράμα του Νίκου Τζίμα για την πορεία και την εκτέλεση του κομμουνιστή Νίκου Μπελογιάννη. Ο Μίκης έγραψε τη μουσική για πολλές εξαιρετικές ταινίες, γυρισμένες σε διαφορετικές χώρες, εποχές και σε διαφορετικά κινηματογραφικά είδη, οπότε η κινηματογραφική μουσική του παρουσιάζει ιδιαίτερη ποικιλία. Πάντοτε, ωστόσο, στο τέλος το έργο του έφερε τη σφραγίδα του, μιλούσε στις καρδιές των θεατών και έδωσε κάποιες από τις πιο αξέχαστες κινηματογραφικές παραγωγές της γενιάς του, ακόμα ένα λόγο για να παραμείνουν αξέχαστες.