Δεν έπρεπε να με διδάξεις τόσο καλά.
Δεν έπρεπε να μου μάθεις τις εποχές. Πως έρχονται, πως φεύγουν, πως τα κάνουν σκόνη όλα και πάλι τα γεννούν, πως τα μασάνε και τα φτύνουν δίχως να τα καταπιούν.
Ούτε τα χρώματα. Εκείνο το πράσινο, το πηλιορείτικο των πλατανιών, εκείνο το μπλε που ξεχώριζε ανάμεσα στα φύλλα τους, το άλλο το κόκκινο που στράγγιζε από τα σώματά μας όταν μπαινοβγαίναμε σε παράλληλους χρόνους στα νοσοκομεία, το μαύρο της απόστασης και το λευκό του κρύου, το κίτρινο που είχαν οι τουλίπες που μου χάρισες όταν έδινα τον όρκο της ματαιοδοξίας μου.
Ούτε την γη. Πως να πατάω πάνω της, να μην με αρπάζουν τα σύννεφα και οι αγέρηδες. Πως να ισορροπώ, έτσι άγαρμπη κι αλλόκοτη που είμαι. Πως να την μυρίζω σαν βρέχει κάθε Σεπτέμβρη και πως να αφήνω την ζέστη της να μ’ αγκαλιάζει τα καλοκαίρια σαν κυλιέμαι πάνω της. Πως να την αναγνωρίζω σ’ εμένα και στους ανθρώπους. Πως να τους φέρνω κοντά, πως να τους αφήνω και να προχωρώ μπροστά.
Γιατί μου τα έμαθες τόσο καλά;
Απέμεινα εδώ, καθώς γυρνά ο χρόνος, καθώς αλλάζουν τα χρώματα, πατώντας στέρεα πάνω στο χώμα. Να με χλευάζουν καιροί, ουράνια τόξα και άκαμπτο έδαφος, ουρλιάζοντας :
ΞΕΡΟΛΑΑΑΑΑΑΑ, ΤΙ ΚΙ ΑΝ ΤΑ ΕΜΑΘΕΣ ΟΛΑΑΑΑΑΑΑΑ;;;
Κουβάλα τα τώρα.
Φταίω κι εγώ που τίποτε δεν λογάριασα κι ήθελα να μόνο να αριστεύσω.
Σε τι;