Ο χρόνος έμεινε ασάλευτος να διαφεντεύει όσες υποσχέσεις ορκίστηκες να μου χαρίσεις μα κράτησες ερμητικά κλειστές μέσα στις παλάμες σου, στερώντας μου έτσι την ευχαρίστηση των πραγματοποιημένων σου προθέσεων που θα σφράγιζαν την πεποίθηση ότι τα λόγια σου έχουν ένα αντίβαρο στο οποίο αξίζει να προσβλέπω…
Ο χρόνος που κάποτε υπολόγιζα για σύμμαχο πήρε την θέση μισθοφόρου σε μια μάχη που δεν έχει νικητές… Μόνο κατ’ εξακολούθηση νικημένους… που κραδαίνουν μια αυταπάτη για λάβαρο… έτσι κι εγώ υπήρξα έρμαιο μιας οφθαλμαπάτης που φάνταζε αγέρωχο σήμαντρο από σημείο μακρινό. Μιας αυταπάτης που έπλεξες με τις πλέον ζωηρόχρωμες πινελιές κι ας άφηναν τα χρώματά σου μια υποψιασμένη γεύση προδοσίας επάνω στα άλικα χείλη της άτολμης αθωότητάς μου… σαν τριαντάφυλλο που ξεθωριάζει από την φθοροποιό δύναμη ενός ανέφικτου μέλλοντος όταν κοπεί ο μίσχος του… με τον ίδιο τρόπο θόλωσε και το είδωλό σου, που έχτιζες ενδελεχώς την προσεγμένη του εικόνα καταμεσής των λεπτών του χρόνου.. κι απέμεινε μόνο το κενό σου κέλυφος να κοσμεί τα περιθώρια μιας ζωής στην οποία ευελπιστούσα να εντρυφήσω…
Ο ίδιος χρόνος που πίστευα κάποτε πως έχει την δύναμη να ριζώνει συναισθήματα στο πρόσφορο χώμα της ψυχής σου κατέληξε τελικά να γίνεται στάχτη σε κάθε κίνηση που έκανα να τον αγγίξω. Και οι συγκινήσεις που σου δώριζα και νόμιζα πως φώλιαζαν στην έρημη αγκαλιά σου έγιναν πιστή συντροφιά στο έρεβος που τις διεκδικούσε με στωικότητα, ποντάροντας στην ανθρώπινη ματαιότητα της οποίας υπήρξες αδιαμφισβήτητος ακόλουθος.
Γι’ αυτό τον χρόνο σου μιλώ κι ας έχεις πάψει να ακούς τους ταπεινούς του χτύπους. Υπόσχομαι σε όσα μοιράζονται κατά καιρούς οι ζωές των ανθρώπων να μείνω εγώ να μετρώ τις στιγμές που μας χάρισε κι εσύ επέλεξες να απαρνηθείς και να αφήσεις πίσω…