Λένε πως εμάς τις πουτάνες, κάθε φορά που ο Θεός μάς βλέπει δακρύζει… Δακρύζει από ντροπή, μιας και σε μας δεν περισσεύει. Mα αν ο Θεός δακρύζει, ο Θάνατος μας χρωστάει! Ονομάζομαι Ευγενία Φράνκου και είμαι πλέον ογδόντα χρονών. Τα τελευταία τριάντα χρόνια ζω σε μια μικρή γραφική πόλη της Βόρειας Ελλάδας, όπου χαίρω απέραντου σεβασμού, όχι μόνο από την οικογένειά μου, αλλά και από όλους τους κατοίκους. Kανείς δε γνωρίζει ότι πίσω από το αξιότιμο όνομά μου κρύβεται το Tζενάκι, η Tζενάρα, η μαντάμ Tζένη, που πολλά χρόνια πριν ήταν το πρώτο όνομα της Tρούμπας. Tι; Δε γνωρίζετε την Tρούμπα; A, τότε, φίλτατε, πρέπει να είστε πολύ νέος. Πάρα πολύ νέος. Oι γονείς σας όμως σίγουρα θυμούνται αυτή τη γειτονιά του Πειραιά, που κάποτε υπήρξε θρύλος. Kι ενώ πίστευα ότι είχα λησμονήσει το παρελθόν μου, εκείνο, καθώς φαίνεται, δε με ξέχασε και μετά από τόσα χρόνια χτύπησε ξαφνικά την πόρτα μου, δημιουργώντας το μεγαλύτερο δίλημμα της ζωής μου: να φανερώσω ποια πραγματικά είμαι ή να κομματιάσω την ερωτευμένη καρδιά της εγγονής μου, του μόνου ανθρώπου που αγάπησα όσο τίποτε άλλο στον κόσμο… εκτός από εκείνον…
Απόσπασμα από το οπισθόφυλλο του βιβλίου «Τα δάκρυα του Θεού» της κα Χρύσας Δημουλίδου. Το βιβλίο για να είμαι ειλικρινής δεν το αγόρασα, μου το δάνεισε μία φίλη, συστήνοντάς το μου ως μία από τις καλύτερες πλοκές μυθιστορημάτων και με διάφορα άλλα θετικά σχόλια και κοσμητικά επίθετα, που υπέκυψα. Στην αρχή δίστασα λόγω του όγκου του (440 σελίδες) αλλά δεν μπόρεσα να αντισταθώ όταν διάβασα το οπισθόφυλλο.
Πρόκειται για την ιστορία μια κοπέλας που γεννιέται σ’ ένα νησί από φτωχή οικογένεια και όταν μένει ορφανή, με τ’ αδέλφια της να έχουν δοθεί για υιοθεσία, φεύγει από κει για να καταλήξει υπηρέτρια στην Αθήνα. Μετά από πολλές περιπέτειες στο σπίτι όπου εργάζεται, πιάνει δουλειά σε ένα κατάστημα γουναρικών και εκεί θα γνωρίσει τον ‘τέλειο’ για εκείνη άνδρα- ή τουλάχιστον έτσι πιστεύει. Εκείνος, εκμεταλλευόμενος τον ενθουσιασμό της Ευγενίας από τη γοητεία του, θα της μιλήσει για κερδοφόρα επιχείρηση, που θα τους βοηθήσει να συγκεντρώσουν τα χρήματα που απαιτούνται για τον επικείμενο γάμο τους. Έτσι, φανερώνεται το πραγματικό του πρόσωπο που δεν είναι άλλο από ενός επιτήδειου που μετονομάζει την Ευγενία σε Τζένη και την ‘παραδίδει’ στους χιλιάδες επισκέπτες-πελάτες της Τρούμπας και ο γάμος δε γίνεται ποτέ. Αργότερα, το Τζενάκι γίνεται Τζενάρα και δεν αργεί να γίνει μαντάμ Τζένη στον ιδιόκτητο οίκο ανοχής. Παράλληλα, διάφοροι έρωτες εισβάλλουν στη ζωή της χωρίς, ωστόσο, μεγάλη διάρκεια για συγκεκριμένους λόγους. Η κόρη της, καρπός του έρωτά της με τον προαγωγό της, δεν θα μάθει ποτέ την ιστορία της μητέρας της και όταν εκείνη παντρευτεί και δημιουργήσει τη δική της οικογένεια, η οποία είναι εγκατεστημένη στην Καστοριά, θα χαρεί με την απόφαση της μητέρας της να συγκατοικήσουν. Η γερασμένη πλέον Τζενάρα, όχι τόσο ανήμπορη να συνεχίσει όσο αποφασισμένη να ξεφύγει με τον δικό της τρόπο από την αμαρτωλή μέχρι τώρα ζωή της, θα προσπαθήσει να κρατήσει μόνο για εκείνη το μυστικό, υπό τον φόβο φυσικά μήπως κάποια στιγμή μαθευτούν όλα. Πρόκειται πλέον για την κυρία Ευγενία, γιαγιά τριών εγγονών, μία κυρία με κύρος για τους ντόπιους. Κι αν νομίζετε πως η ιστορία κάπου εδώ φθάνει στο τέλος της, κάνετε λάθος!! Η μονάκριβη εγγονή της που φέρει το ίδιο όνομα, Ευγενία, είναι ο μόνος άνθρωπος που μπορεί να εμπιστευτεί λόγω της αδυναμίας που της έχει. Και σ’αυτή τη σχέση όμως δεν αργούν οι περιπέτειες, αφού η εγγονή θα ερωτευθεί τον γιο του πρώην ‘προστάτη’ της….
Ένα μυθιστόρημα γεμάτο εναλλαγές εικόνων και συναισθημάτων που παίζει τόσο εύστοχα με την ψυχολογία του αναγνώστη, ταυτιζόμενος τόσο που νιώθει σα να πρωταγωνιστεί ο ίδιος στην ιστορία. Υπάρχουν σημεία που λες, ναι εδώ θα μπορούσε να ολοκληρωθεί το έργο. Όμως, το ένα περιστατικό ακολουθεί το άλλο τόσο ωραία μπλεγμένα στην αναπάντεχα διαμορφωμένη πλοκή. Η γνώμη μου είναι πως άξιζε να το διαβάσω και πως αξίζει να το διαβάσετε όλοι, εάν πέσει στα χέρια σας. Υπάρχουν γνώμες για το συγκεκριμένο βιβλίο, καλές και κακές. Ο καθένας διαμορφώνει τη δική του, γιατί ο καθένας το ζει διαφορετικά. Πάντως, η Χρύσα Δημουλίδου πλάθει μία πλοκή, που θα μπορούσε να είναι σενάριο τηλεοπτικό ή κινηματογραφικό, για να οδηγηθεί μέσα απ’ αυτή στο συμπέρασμα ότι στη ζωή μερικές φορές έρχεται η ηθική δικαίωση-μπορεί να αργεί, αλλά έρχεται.