Σήμερα σε αυτό το άρθρο θα παρουσιάσουμε μια πολύ γνωστή και αγαπημένη Ελληνίδα συγγραφέα, την Αλκυόνη Παπαδάκη.Από το βιογραφικό που η ίδια έχει ετοιμάσει για τα βιβλία της μαθαίνουμε κάποια πράγματα γι’ αυτήν.Γεννήθηκε στο Νιο Χωριό κοντά στα Χανιά από πατέρα δάσκαλο.Η “ονειροπόλα” μητέρα της, της διάβαζε δίπλα στο μαγκάλι δακρύβρεχτες ιστορίες όπως το “Ο Θεαγένης και η Χαρίκλεια”.Από μικρή της άρεσε πολύ το γράψιμο και έψαχνε τρόπους να ξεφεύγει από την πραγματικότητα γιατί η οικογένεια της περνούσε δύσκολες στιγμές.Τελείωσε τη Γαλλική σχολή και πήγε στην Αθήνα.Τότε ξεκίνησε να γράφει και το πρώτο της βιβλίο.Ήταν μια πρώτη μορφή της “μπόρας”, η όποια άρεσε και έτσι απέκτησε το πρώτο της αναγνωστικό κοινό.Έπειτα ασχολήθηκε και με τη δημοσιογραφία για κάποιο διάστημα.
Η ίδια λέει πως ενώ τα θέματα της είναι μέσα από τη ζωή και πως αν και δε γράφει την ιστορία της δικής της ζωής, παρ΄ όλα αυτά και στοιχεία της ζωής της υπάρχουν φιλτραρισμένα μέσα στα κείμενα που γράφει.
Παρακάτω θα σας πω λίγα λόγια για κάποια από τα πιο δημοφιλή της έργα:
ΣΑΝ ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΗ ΛΙΑΚΑΔΑ
Πρωταγωνίστρια στο βιβλίο αυτό είναι η Ζώγια, που σε παιδική ηλικία είχε μια τραυματική εμπειρία: είδε τη μητέρα της κρεμασμένη στο δωμάτιο της.Όταν μένει ορφανή και από τους 2 γονείς της, την αναλαμβάνει η αδερφή του πατέρα της, η θεία Μπέσυ.Η Μπέσυ βλέπει την μικρή Ζώγια σαν παιδική κούκλα που θα χειριστεί όπως εκείνη θέλει ενώ η ανιψιά της είναι ένα δύσκολο και πληγωμένο παιδί.Απειθάρχητη και παμπόνηρη ταλαιπωρεί τη Μπέσυ και τον σύντροφο της.Μεγαλώνοντας αναλώνεται σε σεξουαλικές σχέσεις δίχως νόημα και τελικά καταλήγει με τον ήσυχο Γρηγόρη, που δουλεύει σε φούρνο, έχει άλλα δύο αδέρφια και είναι άνθρωπος χαμηλών τόνων και φιλότιμος.Όμως η Ζώγια ανάβει φωτιές μέσα στην οικογένεια και αφήνει στάχτες πίσω της.Όταν σιγά σιγά τα πάθη θα αρχίζουν να αποκαλύπτονται, μια τραγική κατάληξη θα έρθει για να φέρει τη κάθαρση.
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΠΟΥ ΛΕΓΑΜΕ
Η Αργυρένια και η Απολλωνία είναι 2 αδερφές που ζουν σε ένα ελληνικό νησί μαζί με τη θεία τους, τη Ντοντώ.Η μητέρα τους πέθανε όταν η Απολλωνία ήταν 7 χρονών, πάνω στη γέννα της Αργυρένιας.Ο πατέρας τους, ευκατάστατος γιατρός και σεβαστός στο όλο το νησί λάτρευε τόσο την γυναίκα του που μετά το θάνατό της τρελαίνεται και καταλήγει να τριγυρίζει παντού και να γίνει ο τρελός του νησιού.Η Απολλωνία έχοντας ζήσει λίγο την οικογενειακή θαλπωρή είναι ψυχικά πιο ήρεμη και συναισθηματικά πιο δυνατή.Μεγαλώνοντας φεύγει από το πατρικό σπίτι όπου μένουν με την θεία τους ενώ η πιο αδύναμη και εύθραυστη Αργυρένια μένει πίσω μαζί με την εξουσιαστική θεία τους.Η Απολλωνία μένει στην Αθήνα ενώ η Αργυρένια γνωρίζει και ερωτεύεται το γνωστό τραγουδιστή Μίμη Βενετάτο.Μπλέκεται στα δίχτυα του, τον παντρεύεται και ζει δύσκολες καταστάσεις κοντά του.Μετά από χρόνια και πολλές περιπέτειες η ζωή θα τα φέρει έτσι ώστε οι 2 αδερφές να βρεθούνε πάλι μαζί.
Η ΒΑΡΚΑΡΙΣΣΑ ΤΗΣ ΧΙΜΑΙΡΑΣ
Δυο πληγωμένα παιδιά μέσα σε ένα σπίτι, να ζουν με μια μητέρα “απούσα”, την Ερασμία.Εκείνη σκληρή, απρόσιτη, αδιάφορη για τα παιδιά της κι εκείνα, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, προσπαθούν να τη πλησιάσουν και να καταλάβουν γιατί βαδίζουν στη ζωή τόσο μόνα και χωρίς κατεύθυνση.Αναγκάζονται να παίρνουν μαζί το μονοπάτι της φαντασίας με ιστορίες δικές τους και παραμύθια για να καταφέρουν να μεγαλώσουν.Στηρίζονται ο ένας στον άλλο, μεγαλώνουν αλλά η μητέρα τους πάντα εκεί μέχρι την απόλυτη παρακμή και το χαμό της.Μια σκληρή, γυναικεία φιγούρα και πως σφραγίζει ανεξίτηλα τη παιδική ψυχή τους.Ένα μίσος που δε παύει να είναι αγάπη που δεν βρήκε έδαφος να δώσει καρπούς.
ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΛΟΓΙΑ
Παρακάτω θα αναφέρω μερικά αγαπημένα αποσπάσματα της συγγραφέως που θυμίζουν ποίηση και “τρυπώνουν” ανάμεσα στα αφηγηματικά τμήματα του κειμένου σαν τα ιντερμέδια στη Κρητική ποίηση του κλασσικού Ερωτόκριτου.Λόγια όμορφα που μιλάνε στις ψυχές των αναγνωστών:
“Χαρά σ’ αυτούς που πιάστηκαν στο δόλωμα της ζωής και σπαρτάρισαν μέσα στα δίχτυα της.Αν τα τρύπησαν μια στιγμή και ξαναβγήκαν στο πέλαγος, το ‘καναν μόνο και μόνο για να ‘χουν τη χαρά να ξαναπιαστούν…”
“Κι αν θες να ξέρεις, δεν υπάρχουν ούτε τόσο καλοί, ούτε τόσο κακοί. Όλοι είμαστε λίγο απ’ όλα. Ανάλογα με το τοπίο, αλλάζουμε μορφή. Κάπως σαν τους χαμαιλέοντες.”
“Η ζωή δεν μαθαίνεται από δεύτερο χέρι..Δεν είναι μια κυρία που φτάνει μόνο να στη συστήσουν με όλους τους κανόνες της ευγένειας κι εσύ να χαμογελάς,.. να κάμεις ελαφρά υπόκλιση και να πεις χαίρω πολύ…Ζήσε για να μάθεις…Πάρε τα ρίσκα σου..Μη φοβάσαι…”
«Τι παλιόκαιρος σήμερα… Βρέχει από το πρωί. Δεν ξέρω γιατί, αλλά η νοσταλγία έχει το άρωμα της βροχής…»
“Αυτός ο κόσμος ο κερατάς- μου ‘λεγε μια φορά η φίλη μου η Βιργινία – λες κι είναι καμωμένος μόνο γι’ αυτούς που ξέρουν να καταπατούν. Γι’ αυτούς που στήνουν ταμπέλες. Που κάνουν περιφράξεις και βάζουν μέσα άγρια σκυλιά για φύλακες. Αυτός ο κόσμος ο κερατάς λες κι είναι καμωμένος, μόνο για μπρατσωμένες ψυχές.”
“Αυτό το ”απόλυτα εντάξει” πάντα με τρόμαζε. Μου δημιουργούσε μια αποστροφή κάτι σαν ναυτία. Κάτι μου ‘λεγε πως η αγάπη δε βολεύεται στην απόλυτη τάξη. Είναι στο λίγο, στο ελάχιστο φάλτσο. Στο αδιόρατα στραβό. Δεν είναι πουκάμισο κολλαριστό η αγάπη. Είναι ρούχο τσαλακωμένο. Φορεμένο. Με τα σημάδια του ιδρώτα να διακρίνονται πάνω του.”
“Και ποια είναι η έξοδος κινδύνου;Τίποτα δεν είναι στη ζωή, το παν!Έχει και παρακάτω …Έχει κι άλλο …Προχώρα, λοιπόν, ξεκόλλα!Αυτή είναι η έξοδος κινδύνου”