Πάντα ζήλευε τους ανθρώπους που είχαν αυτοκυριαρχία.
Ζήλευε το πως κατάφερναν να συγκρατούν αυτόν το συσσωρευμένο θυμό τους, να σκύβουν στωικά πάνω από το φέρετρο των προσδοκιών τους. Oι ελπίδες είναι σαν τα αποδημητικά πουλιά που γεμίζουν με ψευδαισθήσεις την καθημερινότητά τους και φεύγουν αφήνοντας ένα χαοτικό χώρο. Φεύγουν και παρασέρνουν πίσω τους το Χειμώνα της καρδιάς, τις γκρίζες μέρες της χαμένης ουτοπίας. Αλλά και πάλι τους ζήλευε.
Επίσης πάντα ζήλευε και την απραγία. Την αποδοχή των καταστάσεων από τους ανθρώπους. Αυτό το γλυκόπικρο παρήγορο πέπλο της συνειδητοποίησης της ματαιότητας. Ο ορισμός της θνητής ανθρώπινης φύσης ήταν αυτός. Η αποδοχή του αναπόφευκτου. Το πώς μπορούσαν να μεταφράσουν την ανημπόρια τους να αλλάξουν την πραγματικότητά τους, σε μια παρέμβαση του ανίκητου πεπρωμένου, απελευθερώνοντάς τους από τις ευθύνες.
‘’Οι άνθρωποι είναι τυχεροί’’ σκέφτηκε, κοιτάζοντας τη Γη από ψηλά, από το σύννεφο του Παραδείσου.
Οι άνθρωποι είναι εξαιρεμένοι από την αιωνιότητα. Δεν γνωρίζουν τίποτα. Έχουν την ελευθερία της σκέψης, γιατί έτσι και αλλιώς σέβονται το νόμο της φθοράς. Μεγάλο τίμημα.
Η κατάλυση οποιουδήποτε περιοριστικού δεσμού, κρύβεται πίσω από τη φράση ‘’δεν είμαι Θεός’’. Και μόνο ένας Θεός, μπορούσε να το ζηλέψει.
One Comment
Βιβή Φατούρου
«Δεν είμαι θεός, άρα είμαι ελεύθερος να κάνω λάθη».
Αυτή είναι η δική μου ερμηνεία για το κείμενο σου Ντίνα και αυτό που επιλέγω να κρατήσω ως πολύτιμο δώρο.
Με άγγιξε πολύ το θέμα σου, όχι μόνο για τους οξυδερκείς προβληματισμούς που θέτει γύρω από την ελευθερία της σκέψης, αλλά κυρίως για τα πλούσια συναισθήματα που αναδύονται δειλά στο υπόβαθρο: μια γλυκιά θλίψη, μία αξιοπρεπής πικρία, μια γενναία αποδοχή των ματαιώσεων και περιορισμών της ανθρώπινης κατάστασης, ένας σεβασμός, εν τέλει, για το ανθρώπινο γίγνεσθαι…