Είναι από τις φορές που το μόνο που θέλω να κάνω είναι να κλείσω τα μάτια μου και να μεταφερθώ κάπου άλλου. Μακριά από σχολές και εξεταστικές και κοντά σε πρόσωπα αγαπημένα και συναυλίες.
Αφορμή για το άρθρο αυτό στάθηκε μια συναυλία. Μια συναυλία στην οποία ήθελα πολύ να παρευρεθώ. Που ακόμα και αν την έχω παρακολουθήσει 3 φορές μέχρι σήμερα, ποτέ δεν θα μου είναι αρκετό. Κάθε φορά και κάτι διαφορετικό. Κάθε φορά πιο ωραίο. Κάθε φορά πιο μαγευτικό. Αλλά αποφασίζω να μην κάτσω να σκάσω και παίρνω την κατάσταση στα χέρια μου. Συνδέω λοιπόν τα ηχεία με το laptop και βάζω στο τέρμα μουσικά κομμάτια και ερμηνείες από live (ας είναι καλά το youtube. Μεγάλη η χάρη του). Απ’ το σπίτι ακούγεται δυνατά Νατάσα Μποφίλιου (οι γείτονες πρέπει να καταριούνται την ώρα και τη στιγμή που νοίκιασα το διαμέρισμα και δεν έχουν ησυχάσει) και σίγουρα δεν είναι το ίδιο όπως όταν βρίσκεσαι ο ίδιος στη συναυλία αλλά με λίγη φαντασία και καλή διάθεση όλα μπορούν να συμβούν.
Την Νατάσα Μποφίλιου άρχισα να την ακούω πριν 1-1,5 χρόνο. Αφορμή στάθηκε η Χ. η οποία πάντα είχε τον ρόλο να μου ανοίγει τα μάτια σε οτιδήποτε καινούριο, διαφορετικό και συνάμα ποιοτικό κυκλοφορούσε και με έβγαζε έξω από τον βούρκο των δικών μου επιλογών. Όταν λοιπόν πήγα μια μέρα και της ανακοίνωσα με περίσσιο ενθουσιασμό: “Χριστίνα, Χριστίνα! Φτιάξαμε ασπιρίνη στη σχολή”, η Χ. άρχισε ευθύς αμέσως να μου τραγουδάει το αντίστοιχο τραγούδι. Ε αυτό ήταν. Η αρχή είχε γίνει. Αν και την γνώριζα από πριν, το τραγούδι αυτό με έκανε να την αγαπήσω και έγινε αδυναμία από τις λίγες. Αδυναμία μεγάλη.
Δεν θα κάτσω να αναφέρω στοιχεία για την ζωή της και την καριέρα της, για την επιτυχία και την απίστευτη φωνή της. Ούτε θα προσπαθήσω να πείσω κανέναν για το πόσο αξίζει ή αν αξίζει τελικά. Θα αφήσω τα τραγούδια της να μιλήσουν. Και έχουν να πουν πολλά. Άλλωστε, όποιος ενδιαφέρεται, μπορεί να διαβάσει τα πάντα για την μέχρι τώρα πορεία της εδώ. Το μόνο που μπορώ να πω είναι.. καλή ακρόαση!
Και αν αγαπώ, τι θέλω να ακούω; Πως μ’ αγαπάνε. Απλά πράγματα. Και αν αφεθώ, να έχουνε κάπου να με πάνε. Και θα αφεθώ αρκεί να δω πως κάπου πάω (μη σε πούνε και εντάξει ρε παιδί, δεν έβλεπες που πήγαινες;), αρκεί αυτό, αυτό σημαίνει…..
Προσεγγίζει τους φόβους, τις αδυναμίες, τα πάθη. Ανθρώπους που ήταν απλά περαστικοί ή που στιγμάτισαν την κάθε σου εμπειρία. Τους παρόντες, τους απόντες. Αυτούς που κλείνονται στον εαυτό τους και αυτούς που μοιράζονται. Τους λογικούς και όσους ζουν με το αίσθημα. Είναι να μην χάσεις το μέτρημα;
“Το τραγούδι αυτό μιλάει για έναν παράνομο έρωτα. Λέει λοιπόν για ένα ζευγάρι που ερωτεύεται παράφορα. Συναντιέται 2-3 φορές την εβδομάδα, κάνουν έρωτα, ανταλλάσσουν με πάθος όρκους αιώνιας πίστης και αφοσίωσης και μετά πάντα ο ένας – ξέρετε σε αυτές τις σχέσεις οι ρόλοι αλλάζουν, πότε φεύγει ο ένας, πότε φεύγει ο άλλος – ο ένας λοιπόν, σηκώνεται, ντύνεται, φεύγει και ο άλλος μένει στο βυθό. Το θέμα είναι ότι και οι δύο πάντα ζούνε μία ζωή συνέχεια στα όρια.”
Πάρε με το βράδυ, ρώτα με αν σ’ αγαπώ.