Ήρθε ο Ιούνιος, ήρθε το καλοκαίρι, και οι κινηματογράφοι (οι θερινοί, έστω), άνοιξαν και πάλι τις πόρτες τους για το κοινό, με τα απαραίτητα μέτρα. Ωστόσο, η ταινία στην οποία αναφερόμαστε εδώ ανήκει στην περίοδο της βαριάς πανδημίας και της πλατφόρμας (Hulu, σε αυτήν την περίπτωση), αν και κυκλοφορεί πλέον και στις αίθουσες, όπου και όπως αυτές είναι ανοιχτές. Πρόκειται για την ιστορία της διάσημης μαύρης τραγουδίστριας Billie Holiday, η οποία δέχθηκε ανηλεές κυνηγητό από το FBI και την αμερικανική κυβέρνηση για τις απόψεις της στο θέμα της φυλετικής ισότητας.
The United States vs. Billie Holiday (2021) – Βιογραφικό δράμα, 130΄
Σκηνοθεσία: Lee Daniels
Σενάριο: Suzan-Lori Parks
Πρωταγωνιστούν: Andra Day, Trevante Rhodes, Garrett Hedlund, Leslie Jordan
Η τραγουδίστρια της τζαζ Billie Holiday αντιμετωπίζει προβλήματα με την αμερικανική δικαιοσύνη, τη χρήση ναρκωτικών ουσιών και τις προσωπικές της επιλογές, ενώ προσπαθεί να περάσει μηνύματα εναντίον του ρατσισμού με τη μουσική της.
Η Holiday, για όσους/ες δε γνωρίζουν, αποτελεί μια από τις πιο επιτυχημένες και φημισμένες ερμηνεύτριες της τζαζ και σουίνγκ κατά τον 20ό αιώνα. Ωστόσο, η ταινία ασχολείται ακροθιγώς μόνο με τη μουσική της καριέρα, περιλαμβάνοντας 2-3 τραγούδια της σε κάποιες σκηνές με στόχο περισσότερο να κάνει τη ροή ομαλότερη παρά να μας εκθέσει στο ρεπερτόριο της πληθωρικής έγχρωμης τραγουδίστριας.
Ένα συγκεκριμένο τραγούδι της, όμως, κυριαρχεί στην πλοκή. Πρόκειται για το Strange Fruit, ένα αντιρατσιστικό κομμάτι που αναφέρεται στα ουκ ολίγα περιστατικά λιντσαρίσματος μαύρων από λευκούς, συχνά με ασήμαντες αφορμές, στο πρώτο μισό του περασμένου αιώνα. Το τραγούδι θεωρήθηκε υπερβολικά “προχωρημένο” από τα υπερσυντηρητικά υψηλά κλιμάκια της αμερικανικής πολιτικής και κυρίως το FBI, το οποίο διά χειρός ενός ικανότατου αλλά ανήθικου πράκτορα (Hedlund), έβαλε για χρόνια στο στόχαστρο την τραγουδίστρια, καθώς αυτή δε συμμορφωνόταν με τα πρότυπα που επέβαλε η λευκή πλειοψηφία στους μαύρους καλλιτέχνες ώστε οι τελευταίοι να γίνουν “αποδεκτοί”.
Η διαμάχη αυτή καταλήγει η ιδανική αφορμή για το σενάριο ώστε να ξεδιπλώσει στοιχεία της ταραγμένης προσωπικής ζωής της Holiday, από τη συχνότατη χρήση ναρκωτικών ουσιών, η οποία αποτελούσε και το “κρυφό χαρτί” του FBI ώστε να την κρατά υπό έλεγχο, μέχρι τις λανθασμένες επιλογές της στους ερωτικούς συντρόφους, την παρορμητικότητα του χαρακτήρα της και τις αντιλήψεις της για το ρατσισμό και τη θέση της φυλής της στην αμερικανική κοινωνία, σε μια εποχή που σημαδεύτηκε από τους αγώνες των μαύρων για ίσα δικαιώματα. Άνθρωπος-κλειδί στην υπόθεση αποδεικνύεται ένας μαύρος ομοσπονδιακός πράκτορας (Rhodes), από τους πρώτους μαύρους που προσέλαβε το FBI, ο οποίος αναλαμβάνει να κερδίσει την εμπιστοσύνη της ώστε να την καταστήσει εύκολο στόχο, ωστόσο σύντομα αμφιβάλλει και διχάζεται ανάμεσα στο επαγγελματικό καθήκον και την έλλειψη ηθικής που χαρακτηρίζει την αποστολή του.
Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς πως, όπως σε οποιαδήποτε βιογραφική ταινία, η επιλογή και η ερμηνεία της πρωταγωνίστριας διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο. Η Andra Day, παρότι τραγουδίστρια περισσότερο παρά ηθοποιός, είναι εξαιρετική, αποδίδοντας δραματικά αλλά χωρίς υπερβολές όλες τις ιδιαιτερότητες και τις συναισθηματικές εναλλαγές της Holiday, και δικαίως κέρδισε τη Χρυσή Σφαίρα και προτάθηκε για Όσκαρ Α΄ Γυναικείου Ρόλου. Με την εξαίρεση του, αρκούντως ικανοποιητικού, Rhodes, το υπόλοιπο καστ ουσιαστικά περιστρέφεται γύρω της χωρίς περιθώρια να αφήσει κάποιος την προσωπική του σφραγίδα στο φιλμ. Θετικό πρόσημο επίσης λαμβάνει και η αποτύπωση της ατμόσφαιρας της εποχής, από τα κοστούμια και τη μουσική μέχρι τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις, αλλά και η αληθοφάνεια των γεγονότων, παρότι προφανώς κάποια από αυτά “ξεστρατίζουν” από την πραγματικότητα.
Το μόνο βασικό μειονέκτημα της ταινίας είναι πως, στο μεγαλύτερο μέρος της, παραμένει αρκετά επιφανειακή, και όπου υπάρχει κάποιο βάθος οφείλεται στην εμπνευσμένη ερμηνεία της πρωταγωνίστριας. Η εξέλιξη της πλοκής και η ροή του σεναρίου κρατούν το ενδιαφέρον αρκετά υψηλά ώστε να μη βαρεθείς, και να παραμείνεις ευχαριστημένος/η με όσα βλέπεις, αλλά όχι για να σε κερδίσουν περισσότερο, και τα περισσότερα σημεία της ταινίας διαγράφονται γρήγορα από τη μνήμη. Ευτυχώς, ωστόσο, υπάρχουν ορισμένες σκηνές, κυρίως στην κορύφωση της διαμάχης της κυβέρνησης με την Holiday, αλλά και όπου κάνει την εμφάνιση του ο ρατσισμός, οι οποίες μένουν στη μνήμη και αποτελούν δείγματα ενός πολύ καλού βιογραφικού, μουσικού και αντιρατσιστικού ταυτόχρονα δράματος.
Ζυγίζοντας τα επιμέρους στοιχεία, τελικά, προκύπτει ένα αξιόλογο, στιβαρό σύνολο, μια ταινία υψηλής ποιότητας τεχνικά, σκηνοθετικά και ερμηνευτικά, με συνοδεία την έξοχη μουσική που μας προσέφερε η Billie Holiday κατά την πολυτάραχη και, δυστυχώς, σύντομη καριέρα της. Οι πιο “ψαγμένοι” θαυμαστές της τραγουδίστριας στις ΗΠΑ δυσανασχέτησαν, σύμφωνα με σχετικά άρθρα, για “αποσπασματική και επιφανειακή απεικόνιση”, ωστόσο δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι δεν πρόκειται για ντοκιμαντέρ, ούτε για πλήρη βιογραφική ταινία. Η ταινία εστιάζει σε μια συγκεκριμένη πτυχή της ζωής της Holiday, από την οποία προκύπτει και ο τίτλος εξάλλου, και κάνει καλά τη δουλειά της. Συνιστάται ελεύθερα για μια ευχάριστη προβολή.
Βαθμολογία: 7,5/10