Φτάνουν άραγε 33 χρόνια ζωής και 2 χρόνια καριέρας για να γίνει κάποιος μύθος; Στην περίπτωση του Μπρους Λη, όχι απλά έφταναν, περίσσευαν. Ένας μύθος που σε πέντε ημέρες (20 Ιουλίου 1973) συμπληρώνει σαράντα χρόνια από το θάνατό του. Η επέτειος αυτή, έρχεται τη στιγμή που γύρω μας κυκλοφορούν παντού ψεύτικα, χάρτινα, wannabe– είδωλα. Αν αναρωτιέται κάποιος γιατί να πρέπει να θεωρηθεί ο Μπρους Λη είδωλο, η απάντηση είναι απλή. Γιατί έζησε χωρίς ποτέ να το προσπαθήσει.
Όταν στις 27 Νοεμβρίου του 1940 μια τραγουδίστρια της καντονέζικης όπερας έφερε στον κόσμο το τέταρτο παιδί της, κανείς δεν περίμενε ότι κάτι το ξεχωριστό θα είχε επάνω του. Κι όμως, φρόντισε να το «ξεχωρίσει» η μάνα του από μικρό. Λόγω του ότι ήταν μια θρησκόληπτη γυναίκα, πίστευε σε δεισιδαιμονίες και μύθοπλασίες, τον βάφτισε δίνοντας του γυναικείο όνομα για να τον προστατέψει από κακόβουλα πνεύματα, τα οποία υποτίθεται στοίχειωναν τα σώματα μικρών αγοριών.
Με τη διαφορετικότητα λοιπόν στο … πετσί του, ξεκίνησε κάπου στα 13 να μαθαίνει Κουνγκ Φου. Άλλωστε, η διδαχή πολεμικών στις ασιατικές χώρες ήταν πάντοτε βασικός κανόνας της κουλτούρας τους. Ο Μπρους έπεσε σε «καλά» χέρια. Ο μέντοράς του, Ιπ Μαν, φρόντισε να εκμεταλλευτεί το –υπερβολικά- αδύναμο παιδί που είχε μπροστά του. Η έντονη σωματική άσκηση και η εμβάθυνση του πολεμικού του πνεύματος ήταν στοιχεία που τα ανέπτυξε έντονα. Δε γνωρίζω, ίσως και η φράση «ο μαθητής που ξεπέρασε το δάσκαλο» να αναδείχθηκε μέσω αυτού του Κινεζοαμερικάνου έφηβου.
Ωστόσο, μη το ξεχνάμε, μόλις είχε ενηλικιωθεί. Σε μια πόλη σαν το Χονγκ Κονγκ, λίγο να ξεφύγεις, δε θέλει και πολύ. Έμπλεξε. Συμμορίες, μικροκλοπές, αλητείες γενικότερα άρχισαν να μπαίνουν στη ζωή του. Δεν το σκέφτηκαν και πολύ οι γονείς του. Υπό τον φόβο της φυλακής και της εξαθλίωσης αποφάσισαν να τον στείλουν να σπουδάσει στην Αμερική (είχε γεννηθεί στο Σαν Φραντσίσκο), συγκεκριμένα στο Σιάτλ. Στηρίχθηκε οικονομικά, κυρίως από τη μεγαλύτερη αδερφή του και κατάφερε να σπουδάσει φιλοσοφία. Μετέπειτα ερωτεύτηκε την Αμερικανίδα, Λίντα, την παντρεύτηκε και μετακόμισε στο Λος Άντζελες.
Εκεί αποφάσισε να κάνει το χόμπι του επάγγελμα. Δημιούργησε μια σχολή πολεμικών τεχνών, όπου δίδασκε το αγαπημένο του Κουνγκ Φου. Υπήρχε, όμως, σε αυτή τη σχολή μια ιδαιτερότητα. Ήταν ανοιχτή για όλους. Όλοι, ανεξαρτήτως φυλής, ήταν ευπρόσδεκτοι να διδαχθούν. Αυτό ήταν κάτι ξεχωριστό. Μια κινέζικη τέχνη, αυστηρώς αναφερόμενη για … ασιάτες, κατέστη δυνατό να την μαθαίνει ο οποιοσδήποτε. Ο Λη άρχισε τότε να αντιμετωπίζει προβλήματα με την κινέζικη κοινότητα, διότι θεωρήθηκε ότι δεν σέβεται τις παραδόσεις και τα μυστικά της.
Δεν πτοήθηκε φυσικά. Εξέλιξε αυτό που είχε ήδη μάθει, έβαλε την φιλοσοφία στην τέχνη και δημιούργησε αυτό που ονόμαζε «τέχνη της υποκλέπτουσας γροθιάς», γνωστή ως Τζιτ Κουν Ντο. Η θεωρία αυτής της τέχνης πίστευε στο ανθρώπινο πνεύμα, λέγοντας ότι κάθε άνθρωπος μπορεί να πετύχει ανώτερες της φύσης καταστάσεις, μέσω σωστής εκγύμνασης, διατροφής και διαλογισμού. Μάλιστα φημολογείται, ότι πελάτες του έτυχε να βρεθούν και αρκετοί διάσημοι όπως ο Ρομάν Πολάνσκι και ο Στιβ Μακουίν.
Η αστείρευτη θέλησή του να διδάσκει όλο τον κόσμο, να προβάλλει την τέχνη του ώστε να την ενστερνιστούν όλοι, να την κατανοήσουν, τον οδήγησε στον κινηματογράφο. Επέστρεψε στο Χονγκ Κονγκ, λοιπόν, αρχίζοντας να πρωταγωνιστεί σε ταινίες πολεμικών τεχνών, φτηνών παραγωγών, χωρίς ιδιαίτερο πρότζεκτ, που προς έκπληξη όλων γίνονταν εμπορικές επιτυχίες. Αργότερα, ήρθαν και οι «κανονικές» του ταινίες. Πρώτη ήταν «Ο Μεγάλος Αρχηγός» (1971), ακολούθησαν οι «Ματωμένες γροθιές του καράτε» (1972) και «Ο κίτρινος πράκτορας εναντίον της Μαφίας» (1972). Περιττό να αναφέρουμε πως τα φιλμ απέκτησαν τερατώδη επιτυχία. Στη χώρα του, έγινε είδωλο. Οι πάντες μιλούσαν για έναν πρωταγωνιστή που σε μαγνήτιζε, με ικανότητες μοναδικές και βλέμμα βλοσυρό, μα ταυτοχρόνως ειρηνικό. Δε θα’ ταν υπερβολή να πούμε ότι κανείς δεν ενδιαφέρθηκε ουσιαστικά για την πλοκή τους, που δεν ήταν κακή. Απλά, ήταν αυτό που λέμε…one man show.
Φυσικά, το Χόλυγουντ τού άνοιξε την αγκαλιά του. Γύρισε την ταινία «Ο Κίτρινος Πράκτορας του Χονγκ Κονγκ» και έκανε εισπράξεις άνω των 200 εκατ. δολαρίων! Τότε, στη στιγμή της απόλυτης φήμης, που έγινε το απόλυτο είδωλο των πολεμικών τεχνών, ένας ποθητός πρωταγωνιστής, ένα σύμβολο, ήρθε ο θάνατος του. Ήρθαν τα πάντα, χωρίς να προλάβει να αντιληφθεί κάτι από όλα αυτά. Ένας θάνατος, όπως αυτοί που «αρμόζουν» σε κάθε τεράστια προσωπικότητα.
Σαν ένας άλλος Τζιμ Μόρισον, σαν ένας άλλος Έλβις Πρίσλεϊ, πέθανε χωρίς μέχρι σήμερα να ξέρουμε το «πώς». Η πιο επίσημη εκδοχή αναφέρει ότι βρέθηκε νεκρός στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου, για να έρθει η -επίσης επίσημη- εκδοχή που τον θέλει να βρέθηκε νεκρός στο σπίτι της ηθοποιού, Μπέτι Τινγκ Πέι (πιθανώς ερωμένη του). Το «έλα να δεις», όμως, ήρθε λίγο καιρό μετά. Ακούστηκαν πολλά για τον τρόπο του θανάτου του.
Άλλοι υποστηρίζουν ότι τον «έφαγε» η κινέζικη μαφία επειδή δε τους έδινε λεφτά για προστασία. Άλλοι ότι σε μια σκηνή της τελευταίας του ταινίας, όταν κάποιος τον πυροβολούσε αντικατέστησαν τη ψεύτικη σφαίρα με κανονική. Άλλοι υποστηρίζουν ότι τον σκότωσαν επειδή μέσα από τις ταινίες του αποκάλυπτε μυστικά των πανάρχαιων ασιατικών πολεμικών τεχνών. Άλλοι ότι πέθανε από ναρκωτικά. Άλλοι ότι ήταν καταραμένος και τον σκότωσαν οι δαίμονες. Άλλοι ότι πνεύματα του διαβόλου τον εξόντωσαν. Πράγματα, ενδεχομένως τρελά, που όμως ακόμη και σήμερα αποτελούν εκδοχές που πολλοί τις πιστεύουν. Μιλάμε δηλαδή για έναν θάνατο «διαλέγεις και παίρνεις».
Όχι δεν είναι παράλογο. Είναι λογικό ένας μύθος να προκαλεί μύθους. Ακόμη και μετά θάνατον, τα κοντινά του πρόσωπα εισπράττουν κέρδη από την εμπορική εκμετάλλευση του ονόματός του που ανέρχονται στα δύο εκατομμύρια ευρώ. Η επίδρασή του; Πολλαπλή. Στις τέχνες του, υπήρξε κορυφαίος που έως σήμερα προσπαθούν να κατανοήσουν (για αντιγραφή δεν γίνεται λόγος). Τα ονόματα Τζάκι Τσαν, Τζετ Λι, Ζαν Κλοντ Βαντάμ, ίσως δε τα μαθαίναμε και ποτέ αν δεν υπήρχε αυτός πρώτα. Οι ταινίες με πολεμικές τέχνες, ίσως, και να παίζονταν ακόμη μόνο στην Ασία.
Εκτός των άλλων, υπήρξε και συγγραφέας τριών βιβλίων. Φράσεις βαθυστόχαστες, σκέψεις και αναλύσεις που θα συναντήσει κάποιος εκεί μέσα, συνιστούν έναν άνθρωπο με βαθιά μόρφωση και πνευματικά δυνατό.
Το να ζεις τόσο λίγο και να προλαβαίνεις να γίνεσαι μύθος μέσα σε 2 χρόνια, μοιάζει παράλογο. Δεν ισχύει κάτι τέτοιο, όμως, για τον Μπρους Λη. Έζησε μια ζωή γρήγορη, χωρίς να την βαρεθεί, χωρίς να την ισορροπεί. Ορισμένες φορές, πιστεύω ότι κατάφερε να την αγαπήσει όσο τίποτα άλλο. Πώς να εξηγηθούν αλλιώς τα λόγια του «Αν αγαπάς τη ζωή μη χάνεις χρόνο, γιατί η ζωή είναι φτιαγμένη από χρόνο». Ο δικός του ο χρόνος, όσο λίγος και αν ήταν, δε χάθηκε. Κερδήθηκε και αυτός. Σαν μια άλλη του ταινία. Την τελευταία.
Υ.Γ Το τραγικό της υπόθεσης είναι ότι και ο γιος του, Μπράντον Λη, 20 χρόνια μετά, στις 31 Μαρτίου 1993, έπεσε νεκρός από σφαίρα στα γυρίσματα της ταινίας «Το κοράκι».