Είχε βυθιστεί σε έναν γλυκό και ήρεμο ύπνο. Πρώτη φορά μετά από μήνες. Το ένα όνειρο διαδεχόταν το άλλο και ήταν όλα τόσο όμορφα, τόσο μαγικά. Τον γαλήνευαν και χωρίς να το συνειδητοποιήσει, ένα χαμόγελο είχε σχηματιστεί στο πρόσωπό του. Ο ήχος του κινητού ήταν αρκετός για να διακόψει τον ύπνο του και να τον προσγειώσει και πάλι στην πραγματικότητα. Φέρνοντας ακόμα στο μάγουλό του το αποτύπωμα από το μαξιλάρι και πετώντας μακριά τα δύο παπλώματα που τον κρατούσαν ζεστό, ξεπήδησε έξω από το κρεβάτι και με μια κίνηση έβαλε τέλος στον ήχο του ξυπνητηριού. Το σπίτι ήταν κρύο και όπως πάντα, η πρώτη του κίνηση ήταν να ετοιμάσει καφέ. Στη διαδρομή για την κουζίνα όμως κοντοστάθηκε στο παράθυρο και έριξε μια ματιά στο δρόμο απ’έξω. Όλη η γειτονιά είχε καλυφθεί από χιόνι ενώ νιφάδες έπεφταν ακόμα και τώρα πάνω στους ώμους των περαστικών.
Έκανε μεταβολή και γύρισε στο δωμάτιο. Φόρεσε την μάλλινη μπλούζα του, εξοπλίστηκε με σκουφάκι, κασκόλ (μάλλινο και αυτό) και γάντια, πήρε μπουφάν και κλειδιά και βγήκε από το σπίτι. Το κρύο ήταν τσουχτερό και όλος ο δρόμος είχε πάρει τη μυρωδιά από τα ξύλα που καίγονταν υπομονετικά στα τζάκια των σπιτιών και ο καπνός έβρισκε τον δρόμο του μέσα από τις καμινάδες και ξεχυνόταν σε κάθε σοκάκι.
Η ζωή του όλη ήταν μία συνήθεια. Μία προκαθορισμένη σειρά κινήσεων από το πρωί που θα ξυπνούσε μέχρι το βράδυ που θα έπεφτε στον ανήσυχο, μέχρι σήμερα, ύπνο του. Η μία κίνηση διαδεχόταν την άλλη μηχανικά και ο ίδιος λειτουργούσε σαν ένα καλοκουρδισμένο ρολόι. Αλλά όχι σήμερα. Σήμερα διάλεξε να σηκώσει το κασκόλ του μέχρι τη μέση του προσώπου του, να σηκώσει ψηλά το κεφάλι του, να μην πάει στη δουλειά αλλά να ακολουθήσει το πρώτο στενό που θα βρεθεί μπροστά του και όπου τον οδηγήσει. Άρχισε ξαφνικά να παρατηρεί τον κόσμο γύρω του. Τα παιδιά που κοίταζαν με τα στόματα ανοιχτά ψηλά στον ουρανό και περίμεναν τις νιφάδες του χιονιού να πέσουν πάνω στις γλώσσες τους, το ηλικιωμένο ζευγάρι που λες και ο χρόνος δεν τους έχει αγγίξει και συνεχίζει να κρατιέται χέρι – χέρι και αψηφάει το κρύο, τον σκύλο που έχει κουλουριαστεί στη γωνία προσπαθώντας να ζεσταθεί.
Σταμάτησε σε ένα μικρό καφέ που βρέθηκε λίγο παρακάτω στον δρόμο του. Αμέσως, νότες από τζαζ μουσική έφτασαν στα αυτιά του και μια μυρωδιά από πορτοκάλι και κανέλα ξύπνησε την όσφρησή του. Βρήκε ένα τραπεζάκι δίπλα στο παράθυρο και αφού παρήγγειλε μια ζεστή σοκολάτα κάθισε και προσπάθησε να ζεσταθεί. Ώσπου ξαφνικά την είδε να περνάει από έξω με βήμα γοργό. Τα μαλλιά της ανέμιζαν και πατημασιές χιονιού ακολουθούσαν τα βήματά της. Κόλλησε στο τζάμι και ήταν σαν να μπορούσε να μυρίσει το άρωμά της. Ήταν αυτή που του γέννησε τόσες όμορφες αναμνήσεις. Ο νους του πήγε πίσω στην εποχή που ήταν όλοι μαζεμένοι γύρω από τη σόμπα, ψήνοντας κάστανα και ακούγοντας τις ιστορίες που είχαν να πουν οι μεγάλοι. Οι πιο σοφοί. Μια γλυκιά νοσταλγία και πάλι αυτό το αυθόρμητο χαμόγελο.
Και ξαφνικά όλα ήταν τόσο όμορφα και πρωτόγνωρα για εκείνον. Έβγαλε ένα βιβλίο και ξεκίνησε να διαβάζει.
Ο χειμώνας είχε γεννηθεί μέσα του.
One Comment
Fotis
Υπέροχο!!!!!!!!! Ίσως ότι πιο όμορφο έχω διαβάσει τον τελευταίο καιρό! Μπράβο Ελένη!!!