To καλό με τις κινηματογραφικές παραγωγές, που καταπιάνονται με την μεταφορά βιβλίων, είναι ότι φέρνουν στο προσκήνιο του αναγνωστικού κοινού έργα που αξίζουν την προσοχή μας. Μια τέτοια περίπτωση είναι και αυτή του Μεγάλου Γκάτσμπυ (προτιμούμε την μετάφραση Mεγάλος και όχι Yπέροχος, γιατί αποτυπώνει καλύτερα το μεγαλείο που επιχειρεί να μεταδώσει ο συγγραφέας. Άλλωστε οι περισσότερες μεταφράσεις φαίνεται να προτιμούν αυτή την απόδοση από την αγγλική) Αν και αυτή δεν είναι η πρώτη κινηματογραφική μεταφορά του Γκάτσμπυ, είναι σίγουρα από τις πιο πολυσυζητημένες, κυρίως λόγω του υψηλού μπάτζετ παραγωγής.
Ας εξετάσουμε όμως το βιβλίο. Ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ το γράφει το 1925 στα 29 του χρόνια και παρόλο, που η έκδοση του δεν του έφερε την αναγνωρισιμότητα που του άξιζε, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα έργα της αμερικανικής λογοτεχνίας και σίγουρα το σημαντικότερο του είδους, μαζί με την Κινητή Εορτή του Χέμινγουεϊ. Πρόκειται για την ιστορία του μυστηριώδη νεαρού Γκάτσμπυ και παράλληλα για μια γοητευτική απεικόνιση της Αμερικής στα χρόνια του μεσοπολέμου και της ποτοαπαγόρευσης.
Ο Γκάτσμπυ είναι ένας νεαρός εκατομμυριούχος που οργανώνει κοσμικά πάρτι με σκοπό να προσεγγίσει την Νταίζυ, την παλιά του ερωμένη, η οποία είναι πια παντρεμένη με τον ευκατάστατο Τομ Μπιουκάναν, έναν παλαίμαχο παίκτη πόλο ιππασίας. Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής είναι ο Νικ Κάραγουεϊ ο μοναδικός φίλος που αποκτά ο Γκάτσμπυ, τον οποίο μπορούμε να θεωρήσουμε το alter ego του Φιτζέραλντ στο έργο, αφού μας τον παρουσιάζει ως συγγραφέα.
Ο χαρακτήρας του Κάραγουεϊ είναι στην πραγματικότητα ο μόνος απτός της νουβέλας, μιας και οι υπόλοιποι αποτελούν σκιαγραφήσεις των εντυπώσεων του. Ένα σημαντικό στοιχείο που συχνά παραβλέπεται στις κινηματογραφικές μεταφορές, είναι οι νύξεις μιας λανθάνουσας αμφισεξουαλικότητας του Νικ που υπονοείται σε ορισμένα σημεία του κειμένου. Το στοιχείο αυτό είναι σημαντικό, γιατί εξηγεί τον λυρισμό του Νικ απέναντι στο Γκάτσμπυ και τον σχεδόν ερωτικό τρόπο που αναπτύσσει την αφήγησή του.
Ο Γκάτσμπυ είναι η ενσάρκωση του ανθρώπου που δεν μπορεί να συμβιβαστεί με την πραγματικότητα. Οδυνηρά οραματιστής, πλάθει ένα δικό του σύμπαν πλαισιωμένο γύρω από τη γυναίκα που αγάπησε. Η Νταίζυ από την άλλη, είναι πότε αιθέρια και πότε οδυνηρά πραγματική. Η νεφελώδης υπόσταση της εναλλάσσεται γοργά με την βιαιότητα της απάθειας. Η απάθεια της Νταίζυ, ο νεοπλουτικός της σνομπισμός, η ευκολία με την οποία μπορεί να αγαπά ή ακόμα και να σκοτώσει, είναι αντιπροσωπευτική του πνεύματος της εποχής. Είναι ένα πλάσμα ανίκανο να νιώσει, ναρκωμένη από τα χρήματα και την κορεσμένη έξαρση της υπερβολής. Όταν η Νταίζυ λέει στον Νικ πως τίποτα πια δεν την εντυπωσιάζει, γιατί τα έχει δει όλα, εκφράζει το σύνολο της “χαραμισμένης” γενιάς, της γενιάς της τζαζ, μιας γενιάς που απογοητευμένη από τις διαψεύσεις των ηρωικών επιδιώξεων που αναζήτησε εις μάτην στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, ολισθαίνει σε ένα ξέφρενο πάρτι ουσιών και ασταμάτητης διασκέδασης.
Η τζαζ είναι η μουσική του αυτοσχεδιασμού και του αυθορμητισμού, για αυτό και αναπτύχθηκε τη δεδομένη χρονική περίοδο. Το πρωτοεμφανιζόμενο swing, ο ξεσηκωτικός ρυθμός των πνευστών, η τόλμη των κρουστών στέκεται ως σύμβολο μιας ηδυπαθούς επανάστασης. Ο Φιτζέραλντ, όμως, όπως και ο αφηγητής του, μένουν σκεπτικοί απέναντι στην τζαζ και ότι αυτή αντιπροσωπεύει. Ο Νικ είναι “ταυτόχρονα γοητευμένος και αηδιασμένος” από το γενικό κλίμα της εποχής του.
Η ματιά του Φιτζέραλντ καταφέρνει να διακρίνει την επερχόμενη οικονομική ύφεση, αλλά και την άνοδο του ναζισμού. Ο Τομ περιγράφεται ως ένας βίαιος και δραστήριος άνθρωπος, που αναπολεί την νόμιμη “αγριότητα” που του επέτρεπε ο αθλητισμός. Διατείνεται πως είναι “διαβασμένος” και μιλά για ανωτερότητα της λευκής φυλής, που δήθεν αποδεικνύεται επιστημονικά. Στην πραγματικότητα ο Τομ είναι θύμα της ψευδοεπιστήμης της εποχής του, που λίγα χρόνια αργότερα θα αποτελούσε τον βασικό κορμό της προπαγάνδας των ναζιστών. Το μυώδες σώμα του Τομ τονίζεται αρκετά στο κείμενο και έχει σκοπό να αναδείξει την τραχύτητα της ευγονικής που ποθεί, ενώ παράλληλα υπονοεί και την νοητική του κενότητα.
Ο Τομ περιφρονεί τον Γκάτσμπυ για την καταγωγή του. Ο ίδιος θεωρεί τον εαυτό του ευγενή και “νόμιμα” πλούσιο. Τα λεφτά του Γκάτσμπυ παρουσιάζονται ως ένα αίνιγμα. Στην πραγματικότητα προέρχονται από παράνομη διακίνηση αλκοόλ. Η ποτοαπαγόρευση είχε εξάρει την επιθυμία για αλκοόλ και η παράνομη διακίνηση ήταν ένας τρόπος να πετύχει κάποιος οικονομικά. Ο Γκάτσμπυ ήταν μαφιόζος, παρόλο που ο αφηγητής πότε δεν του το καταλογίζει. Και αυτό γιατί, παρά τον τρόπο πλουτισμού του, ο σκοπός του Γκάτσμπυ, η γνήσια αφοσίωση του σε κάτι ευγενές φτάνει για να καθαρίσει τον χαρακτήρα του στην συνείδηση του αναγνώστη. Άλλωστε, ο Γκάτσμπυ δεν είναι ο θύτης, αλλά το θύμα. Ηττάται οικτρά και πληρώνει το τίμημα με τον πιο τελεσίδικο τρόπο: πεθαίνοντας.
Στο τέλος, όμως, αυτό δεν έχει καμιά σημασία. Γιατί το νόημα της ιστορίας δεν έγκειται στον χαρακτήρα του Γκάτσμπυ ή της Νταίζυ που μας μεταφέρει ο αφηγητής, αλλά στην δυναμική υπόσταση του ονείρου και της ελπίδας. Στο τι μπορεί να καταφέρει κάποιος για ό,τι αγάπησε.