«3 Μαΐου
Τον αγαπώ… Τον αγαπώ καμμιά αμφιβολία πεια. Ό,τι νοιώθω σιμά του κι’ ό,τι δοκιμάζω μακρυά του το γνωρίζω για πρώτη φορά. Δεν μιλώ εν τούτοις υποφέρω και υποφέρει και κείνος αλλά έτσι πρέπει να γίνη. Πρέπει να υποφέρω να πονέσω να κλάψω για να εξιλεωθώ. Δέχτηκα κείνη τη βραδυά τη μυστική εξομολόγησί του με τόση αδιαφορία φαινομενική, θυμάμαι, που του συνέστησα γαλήνη!… Τώρα υποφέρω τρομερά… με νοιώθει άραγε;
Σήμερα στο Ζάππειο ήμουν με το Χριστόφορο – καλό μου παιδί! – και τον είδαμε να περνάη μπρος μας. Τον φώναξα στο τραπέζι μας. Έπαιζε η μουσική και η καρδιά μου έτρεμε σαν του πουλιού. Τα μάτια του. Το χαιρετισμό του! μ’ αγαπάει. Τον αγαπώ.
Για τον Πίπη; δεν μιλώ πεια γι’ αυτόν. Είνε σιμά μου, μου φέρεται σαν πατέρας, με την προτεταμένη κοιλιά του, με τα σχεδόν γκρίζα μαλλιά του – οποία παραμόρφωσις!- μου είνε συμπαθής τόσο όσο να ξεχνώ ότι άλλοτε μακρυά του μόνη όπως ήμουν τον είχα αγαπήσει – τι αυταπάτη! –
Απελπισμένε μου ποιητή θα σε αγαπήσω αράγε όσο θέλω να σ’ αγαπήσω, όσο σου πρέπει;
4 Μαΐου Μεσάνυχτα
Γύρισα απ’ τον περίπατο μόλις τώρα… τελείωσαν πεια όλα και οι δειλίες και οι φοβεροί πόνοι. Μ’ αγαπάει τον αγαπώ… Τι νυχτιά κοντά στο κύμα που έσπαε απαλά μπρος στα πόδια μας… το πυροφάνι… τ’ αστέρια… τα μάτια του πόσο πηδούν όλα αυτά μέσα στο νου μου… Χτυπάει γοργά η καρδιά μου σαν ωρολόγι, θάλεγε κανείς πως προφέρει τ’ όνομά του Τά-κη…
9 Μαΐου δείλι
Θα φύγω… θα πάω μακρυά του με την ελπίδα πως θα βρω λίγη γαλήνη στον τόπο που προσφιλείς υπάρξεις θα με συντροφεύουν. Δεν βαστώ πλέον τον πόνο που μου δίνει η παρουσία του… θα δοκιμάσω τον πόνο του χωρισμού μας για καμπόσες μέρες. Τάκη… Τάκη αγαπημένε μου! κάτι μου ψέλνει μέσα μου πως δεν θα κάνω μακρυά σου… Πονώ, υποφέρω κοντά σου κι’ όταν δεν θα νοιώθω πλέον το ικε[τε]υτικό κείνο βλέμμα σου που με ποτίζει το θάνατο, όταν δεν θ’ ακούω πλέον τα γλυκά σου λόγια που σταλάζουν ένα-ένα απ’ τα χείλη σου… όταν δεν θα προσμένω όπως πάντα να φανής σαν φως μεσ’ στο σκοτάδι που με ζώνει… πως θ’ αντεξω; Κι’ όμως πρέπει να φύγω, φοβούμαι κάθε στιγμή που διαβαίνει… Τι φοβούμαι; δεν ξέρω. Το θάρρος μου μ’ εγκατέλειψε πεια… η ψυχή μου τρέμει… το αίμα μου φεύγει – μου φαίνεται – σταγόνα-σταγόνα από το σώμα μου… Είμαι τρελλή; Τι ψέλνει όλη η φύσι έξω; Τι τραγούδι λένε τα πουλιά; δεν το αναγνωρίζω… Το κάθε τι που κυττάζω μου φαίνεται πως μικραίνει μικραίνει και τέλος χάνεται από τα μάτια μου…»
Μία από τις χαρακτηριστικότερες αντιπροσώπους της γενιάς του 1920. Η Μαρία Πολυδούρη είναι μία προσωπικότητα, η οποία εξέφρασε το ανικανοποίητο και την παρακμή της εποχής, με τρόπο τόσο διαχρονικό και όμως κάθε φορά τόσο συναισθηματικά πρωτόγνωρο. Οι δυο άξονες που κινείται η ζωή της είναι ο έρωτας και ο θάνατος. Ένα σχήμα εναλλαγής που θα λέγαμε ότι παρατηρείται ως μοτίβο στην ποίησή της. Ένας πηγαίος λυρισμός, μία μεστότητα, μία ωριμότητα λόγου χαρακτηρίζουν την Μαρία, η οποία τον Ιανουάριου του 1922 σε ηλικία 20 χρονών, γνώρισε τον τότε 26 χρονών Κώστας Καρυωτάκη. Μιας και εργάζονταν στον ίδιο χώρο δεν άργησαν να συνάψουν μία σχέση, η οποία αν και κράτησε λίγο χάραξε όχι μονάχα την καρδιά της ποιήτριας αλλά και την ποίησή της. Εκείνη είχε δημοσιεύσει κάποια πρωτόλεια ποιήματα, ενώ εκείνος είχε εκδόσει δύο ποιητικές συλλογές, τον «Πόνο των ανθρώπων και των πραμάτων» (1919) και τα «Νηπενθή» (1921) και είχε ήδη κερδίσει την εκτίμηση κάποιων κριτικών και ομότεχνών του.
Το καλοκαίρι του 1922 ο Καρυωτάκης ανακάλυψε ότι έπασχε από σύφιλη, μία νόσο που τότε ήταν ανίατη και αποτελούσε κοινωνικό στίγμα. Ενημέρωσε αμέσως την αγαπημένη του Μαρία και της ζήτησε να χωρίσουν. Εκείνη του πρότεινε να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδιά, όμως εκείνος ήταν πολύ περήφανος για να δεχτεί τη θυσία της. Η Μαρία αμφέβαλε για την ειλικρίνειά του και θεώρησε ότι η ασθένειά του ήταν πρόσχημα του εραστή της για να την εγκαταλείψει.
Παρά την αφοσίωση που έδειξε η Μαρία στον επόμενο σύντροφο και αρραβωνιαστικό της, Αριστοτέλη Γεωργίου, ποτέ δεν έπαψε να αγαπάει τον Καρυωτάκη.
Το καλοκαίρι του 1926 διέλυσε τον αρραβώνα της και έφυγε για το Παρίσι. Μετά από κάποιο διάστημα διαπίστωσε ότι έπασχε από φυματίωση. Επέστρεψε στην Αθήνα για την νοσηλεία της στη “Σωτηρία” , όπου έμαθε για την αυτοκτονία του πρώην εραστή της, Κώστα Καρυωτάκη. Τον ίδιο χρόνο κυκλοφόρησε την πρώτη της ποιητική συλλογή «Οι τρίλλιες που σβήνουν» και το 1929 τη δεύτερη, “Ηχώ στο χάος”. Η Πολυδούρη άφησε δύο πεζά έργα, το Ημερολόγιό της και μία ατιτλοφόρητη νουβέλα με την οποία σαρκάζει ανελέητα το συντηρητισμό και την υποκρισία της εποχής της. Η φυματίωση όμως τελικά την κατέβαλε και τα ξημερώματα της 29ης Απριλίου 1930 άφησε την τελευταία της πνοή στην Κλινική Χριστομάνου.
Στην ποίηση της, φαίνεται να ξεσπά η θλίψη προς το πρόσωπο του αγαπημένου της όπως επίσης και ο συναισθηματικός σπαραγμός.Οι συναισθηματικές και συγκινησιακές εξάρσεις της Πολυδούρη καλύπτουν συχνά κάποιες τεχνικές αδυναμίες και στιχουργικές ευκολίες του έργου της. Ο Κώστας Σεργιόπουλος έχει πει για την Πολυδούρη: «Η Μαρία Πολυδούρη έγραφε τα ποιήματά της όπως και το ατομικό της ημερολόγιο. Η μεταστοιχείωση γινόταν αυτόματα και πηγαία {…}, γι’ αυτήν η έκφραση εσήμαινε κατ’ ευθείαν μεταγραφή των γεγονότων του εσωτερικού της κόσμου στην ποιητική γλώσσα με όλες τις γενικεύσεις και τις υπερβολές που της υπαγόρευε η ρομαντική της φύση…».
«15 Μαΐου Κυριακή βράδυ
Λιγώτερο πονώ από χθες βράδυ που τον άκουσα να μιλή ειρωνικά για τις υποψίες μου πως αγαπάει ακόμα την πρώτη. είπε μάλιστα μια φράσι τόσο ταπεινωτική για κείνη που μ’ έκανε να ανατριχιάσω. Σκέφτηκα: πρέπει ασφαλώς να μη την αγαπά πεια για να μιλή έτσι για κείνην άλλως θα είνε ένας πολύ κακός.
Αλλά χίλιες άλλες σκέψεις με κυκλώνουν. Οι πονεμένοι στίχοι του μαρτυρούν τον μεγάλο πόνο που έχυσε στην ψυχή του Εκείνη. Το ότι την αγάπησε πολύ είνε αναμφισβήτητο. Το ότι την αγαπάει ακόμα χωρίς να το θέλει πολύ πιθανόν. Μου είχε ειπή ότι προ 3 χρόνων είχε διακόψει σχέσεις μαζί της κι’ όμως ήρθε προ ολίγων ημερών στο Γραφείο του, την είδα να κάθεται σιμά του. (Ξέρω ακόμα ότι επρόκειτο να πάη σπίτι της που ήταν άρρωστο το παιδί της. Μου είπε μάλιστα ο ίδιος – υποπτεύομαι πολύ την αλήθεια του – πως οι δικοί του (φίλοι της αγάπης του και εν γνώσει του σκανδάλου αυτού) τον έστελναν να πάη σπίτι της να ιδή το παιδί της). Μου είπε ακόμα πως της επανέλαβε τελειωτικά πλέον και πολύ απότομα πως δεν την αγαπάει.
Εννοώ πως όλα αυτά είνε ψέμματα που τα λέει για να με πείση πως μ’ αγαπάει, δεν του έκανα όμως καμμιά νύξι για να μη τον λυπήσω.
Ξέρω πως η επίδρασι που έχει απάνω του αυτή η γυναίκα έφθασε μέχρι του σημείου να τον απορροφήση, να του αφαιρέση κάθε ζωή… να τον καταστρέψη. Την αγαπάει από παιδάκι μέχρι τώρα που λευκές τρίχες εστόλισαν το νεανικό του κεφάλι, πως λοιπόν θέλω να την ξεχάση για λίγες μέρες σχεδόν που μπήκα εγώ στη ζωή του; Είμαι ένα δροσιστικό στον πόνο του και τίποτε πλέον, έτσι μου λένε τα λόγια του… τα μάτια του… οι στίχοι του. Κάθε δάκρυ μου που πλημμυρίζει τη ραγισμένη καρδιά μου είνε ένα χάδι στο ρυτιδωμένο από τον πόνο πρόσωπό του – στο κουρασμένο του μέτωπο, τι άλλο σημάδι θέλω; μου είπε πως με λυπάται γιατί τον αγαπώ… ότι είμαι γι’ αυτόν μια παρηγοριά…
Δεν τον μισώ για όλο αυτό το ψέμα που μου χαρίζει, δεν θα τον μισήσω ποτέ! Για τις αμαρτίες μιας ιδιότροπης γυναίκας πρέπει να υπάρξη ένα θύμα και είμαι γω.
…………………………………………………………………………………………….
Μια Κυριακή ολόκληρη που δεν τον είδα. Μου είπε ότι αναγκάστηκε να πάη ή μάλλον να συνοδεύση την αδελφή του σε κάποια εκδρομή στην Πεντέλη.
Η σκέψι μου δεν έφυγε ούτε στιγμή από σιμά του. Τον ακολουθούσε στο δρόμο του, στις ομιλίες του με τη συντροφιά, στο φαγητό του… στα γέλοια του…
Κι’ ευχαριστημένη στη σκέψι αυτή, γελαστή στρέφω τα μάτια στο παράθυρο ν’ αντικρύσω τον αποσπερίτη, το αγαπημένο αστέρι που διώχνει τις σκοτεινιές της ψυχής μου σαν κρυφή ελπίδα – Με θυμάται; –
17 Μαΐου Μεσάνυχτα
Εγώ είμαι το θύμα! Τι να γίνη; Ζητούσα μέσα στο σκοτάδι το φως που δίνει η αγάπη, ζητούσα ν’ αγαπήσω. Γιατί ν’ αγαπήσω έναν ευτυχή που τόσα άλλα πράγματα είνε σε θέσι να του δώσουν την ευτυχία; Η αγάπη μου για γιατρικό στα χείλη σου Τάκη! Είμαι η δροσερή βρυσούλα που μάταια ζητάει να σε ποτίση τη λησμόνια. Και σε βλέπω ν’ αγωνιάς στην αγκαλιά μου ενώ τα χέρια μου άτονα, αδύναμα υψώνονται σε παράκλησι – απόδωσέ τον μου! –
αγιασμένα από την αγάπη μου, δεν είμαι καθόλου το αδύνατο πλάσμα που ζητάει στήριγμα στην αγάπη σου, είμαι η ψυχή που υπομένει ανίκητη ένα μαρτύριο.»