Θα τολμήσω να είμαι κι εγώ, ακόμη, ένα άτομο που θα σχολιάσω αυτό το βιβλίο, όπως εγώ το είδα, με τα θετικά και τα αρνητικά που εγώ εισέπραξα. Και λέω πως θα «τολμήσω», διότι με αυτά που είδα και διάβασα, δεν ξέρω πώς θα το εκλάβει κάποιος, είτε είναι υπέρμαχος, είτε πολέμιος του βιβλίου αυτού. Ο λόγος που μπαίνω σε αυτήν τη διαδικασία είναι διότι μου έκαναν εντύπωση τα ακραία σχόλια που διάβασα. Από τη μια σχόλια γεμάτα λατρεία, είτε προς τη συγγραφέα, είτε προς τους πρωταγωνιστές, και από την άλλη σχόλια υποτιμητικά, όπου ορισμένες φορές φθάνουν στα όρια της αγένειας.
Ένα ελαφρύ βιβλίο γεμάτο έρωτα, πάθη, λάθη, μπερδέματα και προβληματισμούς. Γεμάτο εικόνες από την Κέρκυρα και συναισθήματα τριών γενεών. Προσωπικά θα πω πως υπήρχαν κεφάλαια που με καθήλωσαν και δεν ήθελα, πραγματικά, να σταματήσω το διάβασμα, έχοντάς μου κεντρίσει το ενδιαφέρον. Υπήρχαν, ωστόσο, και άλλα σημεία που τα θεώρησα κουραστικά και υπερβολικά. Υπερβολικές συμπτώσεις, υπερβολική ανοχή (από τον παντοτινά ερωτευμένο Παύλο) και θα θεωρούσα σκόπιμο να ήταν περίπου 50 σελίδες μικρότερο, ώστε να αποφευχθούν ορισμένες επαναληψιμότητες ή περιττές περιγραφές. Γενικά, όμως, ήταν ένα βιβλίο που μου άρεσε, με κράτησε και με έκανε να περάσω όμορφα το χρόνο μου διαβάζοντάς το.
Ό,τι αφορά τους – άνευ όρων – υπέρμαχους του βιβλίου, θα έλεγα πως ναι, είναι ένα ενδιαφέρον βιβλίο, με απλό τρόπο γραφής, αλλά μάλλον είναι κάπως υπερβολικές οι «θεοποιήσεις», φυσικά, και πάλι, ο καθένας μπορεί να το βιώνει όπως επιθυμεί και όπως τον έχει αγγίξει. Σε κάθε περίπτωση, όμως, θεωρώ λανθασμένη την άποψη, που έτυχε και διάβασα σε κάποιο σχολιασμό, πως εφόσον δεν έχει γράψει βιβλίο κάποιος «να μην σχολιάζει και αν μπορεί ας γράψει κάτι καλύτερο». Είναι προφανές, πως η πλειοψηφία του αναγνωστικού κοινού δεν ανήκει στην κατηγορία των συγγραφέων, αυτό όμως δεν αναιρεί το ότι μπορεί να έχει κρίση, προσδοκίες και προσωπική άποψη για ένα βιβλίο που έχει διαβάσει. Είναι, άλλωστε, ο τελικός καταναλωτής.
Από την άλλη, όσον αφορά τους πολέμιους, που το θεωρούν ανούσιο και το χαρακτηρίζουν άρλεκιν, ακόμη κι εγώ που δεν το βρίσκω καθόλα τέλειο, θα τους απαντούσα πως μάλλον είναι δικό τους λάθος και δεν υπολόγισαν σωστά. Δεν νομίζω πως σκοπός της συγγραφέως ήταν να μεταδώσει γνώση και ιστορικά στοιχεία, ενώ εν τέλη κατέληξε να γράψει ένα ρομαντικό μυθιστόρημα, επειδή δεν τα κατάφερε. Αντιθέτως, πιστεύω πως ξεκίνησε να γράφει ένα μυθιστόρημα γεμάτο συναισθήματα και αυτό έγραψε. Αν κάποιος αγόρασε το εν λόγω βιβλίο με την προσδοκία ενός βιβλίου γεμάτο σοφίες και αποφθέγματα, υποκινούμενος από το ροζ εξώφυλλο(!) και αυτόν τον τίτλο(!) κι «εξαπατήθηκε»… θα ήταν πιο σκόπιμο να προβληματιστεί για τη δική του κρίση.
Ο κατα γενική ομολογία, σοφός ελληνικός λαός, (αν και τελευταία με κάνει να αναρωτιέμαι και να αμφιβάλλω για τη σοφία του αυτή) λέει «περί ορέξεως κολοκυθόπιτα» και ποιά είμαι εγώ που θα αμφισβητήσω τα λεγόμενά του; Σε καμία περίπτωση δεν διαφωνώ με τις όποιες αρνητικές κριτικές, όπως ούτε και με τις θετικές, όμως απόλυτες διατυπώσεις όπως «ό,τι πιό ανούσιο έχω διαβάσει» ή αντίθετα «ο Θεός να σου δίνει έμπνευση» νομίζω πως είναι λίγο υπερβολικές…
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:
Κλαίλια… Ένα όνομα-σταθμός στη ζωή της. Η μητέρα της λάτρεψε την ηρωίδα του Ξενόπουλου και της έδωσε, λίγο προτού φύγει από τη ζωή, το όνομά της. Μαζί όμως της δώρισε χωρίς να το θέλει και τη μοίρα της λαμπερής κοντεσίνας. Υπήρχε και για κείνην ένας Παύλος∙ βαθιά, απόλυτα ερωτευμένος∙ για μια ζωή. Αλλά η Κλαίλια ήθελε να γνωρίσει τον έρωτα όπως ζωντάνευε μέσα στις σελίδες των βιβλίων. Και βρήκε τον Ντένη της στο πρόσωπο του Νικηφόρου. Χρόνια μετά, μόνη και κλεισμένη στον εαυτό της, ανάμεσα σε βράχια και σπασμένα όστρακα, εξακολουθεί να ζει παρέα με θύμησες που πληγώνουν και επιθυμίες που κοιμούνται. Μα ξαφνικά ένα μικρό κορίτσι μπαίνει στη ζωή της. Και… τι παράξενο… έχουν το ίδιο όνομα! Μια ιστορία ρομαντική, όπως τα τρυφερά κοριτσίστικα όνειρα. Μια γυναίκα που αναδύεται από το σκοτεινό πέλαγος του έρωτα, για να αντικρίσει, ώριμη πια, τον εκτυφλωτικό ήλιο της αγάπης!