Ένα ελαφρύ τρίξιμο, περνούσε μέσα από τις γρίλιες του παλιού ξύλινου παντζουριού. Με τη βοήθεια του αέρα, ταξίδευε μέχρι τα αυτιά μου και με γαργαλούσε ευχάριστα. Τι όμορφο άκουσμα! Για χρόνια με νανούριζε, σαν μια προσεγμένη μελωδία. Σαν έπεφτα να ξαπλώσω και άκουγα αυτόν τον αχνό γλυκό ήχο, φανταζόμουν την κυρά Λένη από πάνω, καθισμένη στην ψηλόπλατη κουνιστή της καρέκλα, καμωμένη από μασίφ, να γέρνει πέρα δώθε πάνω στο λουστραρισμένο ξύλινο πάτωμα. Οι μικρές άσπρες γραμμές χαραγμένες πάνω του, αδιάσειστος μάρτυρας της ανάμνησής μου.
Καθόταν εκεί και περίμενε τον κυρ Τάκη, σαν μια πιστή Πηνελόπη ενάντια στους λόγους των άλλων. Εκείνος ένα πρωί, σηκώθηκε, ξυρίστηκε, φόρεσε το κασκέτο του και βγήκε για μια βόλτα. Ήταν η πρώτη φορά που δεν της είπε τίποτα. Ούτε που πήγαινε, ούτε ποιον θα συναντούσε, ούτε τι ώρα θα γύριζε. Και από τότε… δεν τον ματάδε. Σε πείσμα όλων, τον περίμενε∙ εκεί, στην άκρη του παραθυρόφυλλου, πάνω στην κουνιστή της πολυθρόνα.
Την επισκεπτόμουν κάμποσες φορές τον μήνα. Μικρό κορίτσι εγώ, σαν έμαθα πως έμεινε μόνη, της έκανα παρέα. Τα βήματά της ελαφριά, σέρνονταν στον διάδρομο και μια σκεβρωμένη από τα χρόνια φιγούρα με υποδεχόταν στην πόρτα. Ένα γλυκό δειλό χαμόγελο, φώτιζε το θλιμμένο πρόσωπό της και έγερνε το κεφάλι ελαφρά στο πλάι, για να μου επιβεβαιώσει πως και σήμερα ο κυρ Τάκης δεν είχε φανεί. Ύστερα, πήγαινε στην κουζίνα και γέμιζε ένα ποτήρι γάλα. Έφερνε μαζί, πάντα, και κουλουράκια κανέλα. Έτσι, μύριζε η κυρά Λένη. Κανέλα και τριαντάφυλλο. Κανέλα, από τα κουλουράκια και τριαντάφυλλο, από την κολόνια που φόραγε από τα νιάτα της.
Μαζί της περίμενα και εγώ. Ώσπου, η απλή συνήθεια μού έγινε καημός. Κάθε φορά που ο ήχος σιγούσε, πεταγόμουν και κοίταγα έξω, να δω μήπως ο κυρ Τάκης είχε επιστρέψει. Κάθε φορά, διαψευδόμουν. Έχανα την ελπίδα μου, μα εκείνη όχι. Σιγούσε μονάχα για λίγο, για να τον συναντήσει στα όνειρά της και έπειτα, η μελωδία πάλι ηχούσε. Κάθε φορά, πιο ξεψυχισμένα. Μέχρι, που δεν ξανακούστηκε ο ήχος μέσα από τις γρίλιες. Μέχρι, που η κανέλα και το τριαντάφυλλο έπαψαν να μυρίζουν. Γιατί ο χρόνος δεν περιμένει κανέναν.