Μου αρέσει το λήμμα προμνησία στη Wikipedia, μ’ αρέσει τόσο που για να ξεκινήσω θα χρησιμοποιήσω εδώ μερικά από αυτά που γράφει:
Ο όρος προμνησία περιγράφει την αίσθηση ότι κάποιος έχει δει ή βιώσει ξανά στο παρελθόν μία κατάσταση. Συχνότερα χρησιμοποιείται ο όρος déjà vu που στη γαλλική γλώσσα σημαίνει “ήδη ιδωμένο”.
Η εμπειρία της προμνησίας συνοδεύεται συνήθως από μία αίσθηση παράξενου, και αποδίδεται από το υποκείμενο της εμπειρίας σε όνειρό του, παρόλο που υπάρχει η αίσθηση ότι η εμπειρία έχει πραγματικά υπάρξει στο παρελθόν.
Η εξήγηση που δίνεται, από ψυχολογική και νευροφυσιολογική σκοπιά, είναι ότι πιθανότατα πρόκειται για μία ανωμαλία της μνήμης. Συγκεκριμένα ο εγκέφαλος εσφαλμένα πιστεύει ότι έχει καταγεγραμμένη μία εμπειρία, ενώ δεν την έχει. Η εξήγηση αυτή στηρίζεται στο γεγονός ότι μπορεί μεν το άτομο να πιστεύει ότι η εμπειρία του έχει ξανασυμβεί, αλλά δεν είναι σε θέση να ανακαλέσει τη χρονική στιγμή ή τις συνθήκες.
Άλλη μια εξήγηση αναφέρεται στην οπτική καθυστέρηση, δηλαδή πως υπάρχει μια καθυστέρηση στη μεταφορά του οπτικού ερεθίσματος από το ένα μάτι στον εγκέφαλο σε σχέση με το άλλο μάτι. Η θεωρία όμως αυτή απορρίφθηκε όταν καταγράφηκαν εμπειρίες προμνησίας και από τυφλούς ανθρώπους.
Μια άλλη προσέγγιση αποδίδει το φαινόμενο σε μία νευρολογική διαταραχή στα ηλεκτρικά φορτία του εγκεφάλου. Έχει ερευνηθεί συσχέτιση της προμνησίας με διαταραχές όπως η σχιζοφρένεια και η επιληψία, όμως η διαταραχή δεν είναι απαραίτητο να είναι σοβαρή αφού είναι αρκετά συνηθισμένη και καθημερινή σε πολλούς υγιείς ανθρώπους.
Υπάρχουν τρία ήδη προμνησίας, το “déjà vécu” που σημαίνει «αυτό το έχω ξαναζήσει» και είναι η πιο συνηθισμένη μορφή προμνησίας. Στη συνέχεια το “déjà senti” που σημαίνει “αυτό το έχω ξανανιώσει” και είναι αποκλειστικά συναισθηματική κατάσταση. Τέλος το “déjà visité” που η σημασία του είναι “αυτό το έχω ξανά επισκεφθεί” και είναι η μόνη αίσθηση η οποία έχει συγκεκριμένες χωρικές και γεωγραφικές διαστάσεις, σε αντίθεση με το “déjà vécu” και το “déjà senti” τα οποία είναι κυρίως ή και αποκλειστικά συναισθήματα.
Ως βίωμα πάντως, είναι βολικό αλλά και λιγάκι τρομακτικό, όταν η ζωή προλαβαίνει κατά λίγα δευτερόλεπτα τη συνείδηση, και η αίσθηση είναι ότι παρακολουθείς αυτά που σου συμβαίνουν ως κρυφός θεατής, πίσω από τις γκρίζες κουρτίνες. Στην πράξη εσύ δεν έχεις να κάνεις τίποτα ιδιαίτερο, παρά να παρακολουθήσεις προσεκτικά τα τεκταινόμενα.
Νομίζω ότι αν τα αθροίσω όλα μαζί ανά τις δεκαετίες του παρελθόντος μου, θα βγάλω μερικά χρόνια πίσω από τις γκρίζες κουρτίνες… Βολεμένη αν και λιγάκι τρομαγμένη. Ποια ήταν αυτή που έπαιζε τη ζωή μου τόσο καλά, μπράβο της πάντως, με έπεισε ότι ήμουν εγώ.
Έχω και ένα τέταρτο είδος προμνησίας, το “déjà vécu par quelqu’un d’autre à une autre vie que pourrait-être” δηλαδή «αυτό το έχει ξαναζήσει κάποιος άλλος σε μια άλλη ζωή που θα μπορούσε να υπάρξει» -και η οποία για κάποιον ανεξήγητο λόγο είναι πολύ γνώριμη.
Ακούγεται περίπλοκο, ίσως παρανοϊκό, για μένα το πιο σύνηθες, πίσω από τις γκρίζες κουρτίνες να παρακολουθεί η Κατερίνα, την άλλη ζωή της Άλλης Κατερίνας, σε ανεξήγητα γνώριμες καταστάσεις, ή καλύτερα γνώριμες αισθήσεις όχι καταστάσεις. Οι καταστάσεις μάλλον είναι οι τόσο διαφορετικές, που καθιστούν την όλη ζωή «άλλη», ακόμα και το υποκείμενό της «Άλλη». Δεν είναι καλύτερες, δεν είναι χειρότερες, είναι απλά άλλες. Η αίσθηση όμως της εγγύτητας, της οικειότητας με την οποία βιώνεται η παρακολούθηση της άλλης ζωής, είναι αυτό που δημιουργεί την αίσθηση της διασταύρωσης με το «ήδη ιδωμένο». Κάτι που μόλις ειπώθηκε, φαντάζει γνώριμο επειδή το έχει ήδη πει ένας τύπος που ούτε καν τον ξέρω, σε μια που δεν είμαι καν εγώ. Φρίκη; Μάλλον.
Έχει όμως και τα πλεονεκτήματά της η λήψη από θέση πίσω από τις γκρίζες κουρτίνες. Καθώς αποσοβείται ο θόρυβος της πραγματικότητας που εκτυλίσσεται σε πραγματικό χρόνο, υπάρχει περιθώριο αντίληψης και των περιρρεόντων μηνυμάτων και έμμεσων πληροφοριών.
Και αφού υπάρχει και αυτή η αποστασιοποίηση από το υποκείμενο, η αντιληπτικότητα παύει να είναι τόσο μεροληπτική αναγκαστικά προς όφελος του υποκειμένου, και τα βιώματα εισπράττονται χωρίς την ένταση που αναπτύσσει ο άμεσος υποδοχέας ως εμπλεκόμενος ο ίδιος.
Η προμνησία μοιάζει σαν μια διαδικασία defragmentation του εγκεφάλου, όπου σκόρπια αδελφά στιγμιότυπα που τα κομμάτια τους κάπου προϋπήρχαν αλλά όσο δεν συνδέονταν μεταξύ τους δεν έβγαζαν νόημα, τώρα συναρτώνται για να δημιουργήσουν μια συναπτή εμπειρία, και να δημιουργήσουν νέο χώρο στον εγκέφαλο για να αφομοιώσει αντιστοίχως και την επόμενη.
Tribute to déjà vu, but let’s keep all one’s marbles.