Τα πόδια της ήταν χωμένα στη ζεστή αμμουδιά. Ο ήλιος έκαιγε και η θερμότητα είχε απορροφηθεί από κάθε κόκκο χρυσής άμμου. Τα πέλματά της, τόσο ανοιχτόχρωμα σαν να ήταν πάντοτε προστατευμένα, πονούσαν σε αυτή την ξένη αίσθηση. Δεν την ένοιαζε όμως. Τίποτα δεν την ένοιαζε. Αυτό που έβλεπε μπορούσε να πάρει μακριά κάθε πικρό συναίσθημα. Άλλωστε το αεράκι, προσέδιδε μία προσωρινή δροσιά μέσα στο λιοπύρι και έτσι την κατεύναζε λιγουλάκι.
O ήχος του παφλασμού του νερού την έκανε να στραφεί προς τους βράχους. Προχώρησε και στάθηκε εκεί όπου το στιβαρό και τραχύ σώμα τους ενωνόταν με την απεραντοσύνη της θάλασσας. Ένα μικρό ψάρι ήταν παγιδευμένο στα αυλάκια που σχημάτιζαν.
«Όμορφο δεν είναι;»
Η Μαρίνα, ατάραχη, γύρισε και αντίκρισε τον ξένο που εμφανίστηκε από το πουθενά. Έπειτα έστρεψε το βλέμμα της πάλι στο ψαράκι. «Ναι, μα τόσο μικρό και αβοήθητο…»
Ο ξένος έσκυψε και το περιεργάστηκε. «Τα χρώματά του λαμπυρίζουν σε κάθε ακτίνα που πέφτει επάνω του».
«Και τι να το κάμει που ’ναι όμορφο; Δεν θα του σώσει τη ζωή».
«Ίσως, από τα άλλα πλάσματα που κατοικούν στον πυθμένα. Αλλά εσύ, δεν θα το σώσεις; Ή εγώ;» της αποκρίθηκε παιχνιδιάρικα.
Εκείνη του έριξε μια ακόμα ματιά. Πόσο ήθελε να το πάρει στη χούφτα της και να το ελευθερώσει! «Δεν μπορώ να το κάνω. Η φύση επέλεξε να είναι εκεί που βρίσκεται. Πρέπει να τα καταφέρει μόνο του».
«Πώς μπορείς να στέκεσαι τόσο απαθής; Η ανάγκη του για ζωή και ελευθερία, δε σε συνεπαίρνει;»
Η Μαρίνα τέντωσε τα χέρια της. Τα ακρόδαχτυλά της ριγούσαν σε αυτή τη μάχη. Μα πριν το αγγίξει, τα μάζεψε πάλι.«Όχι. Μόνο του πρέπει. Με μάχη κερδίζεται η ζωή. Δε χαρίζεται».
«Τα παραλές. Είναι μονάχα ένα ψάρι».
«Είναι πλάσμα του Θεού όπως και οι άνθρωποι. Και οι άνθρωποι βάφουν με αίμα τα χέρια τους για δαύτη. Κάμουν πράγματα που δεν τα βάζει ο νους σου… πράγματα ανήκουστα, ασύλληπτα, πρωτάκουστα. Το θύμα γίνεται θύτης και το θήραμα κυνηγός».
Η Μαρίνα βασανιζόταν. Είχε παλέψει και ήξερε πως μονάχα έτσι γίνεσαι πιο δυνατός. Είχε δοκιμαστεί και έπρεπε και εκείνο να δοκιμαστεί.
Ο ξένος έκανε μια κίνηση να το ελευθερώσει, μα η Μαρίνα πρόλαβε και τον έσπρωξε.
«Δεν άκουσες τίποτα από αυτά που σου είπα;»
«Ασυναρτησίες ενός παραζαλισμένου, από τη ζέστη, μυαλού, αυτά άκουσα», είπε εκείνος νευριασμένος.
«Αν ήταν όλοι σαν του λόγου σου δεν θα υπήρχε ψάρι στη θάλασσα, να ‘σαι σίγουρος γι’ αυτό».
«Τι εννοείς;»
«Άνθρωποι σαν εσένα χαρίζουν και ύστερα θερίζουν ζωές. Ή μήπως θα αρνηθείς πως γι’ αυτή τη ζωή, έχεις πάρει άλλες τόσες;»
Ο ξένος ακολούθησε το χέρι της Μαρίνας. Δεν καταλάβαινε τι ήταν τόσο σημαντικό σε εκείνο το ψάρι. Ένα ψάρι ήταν σαν όλα τ’ άλλα.
«Δεν έχεις τα λογικά σου του λόγου σου. Το ξέρεις; Μετράς για ζωές αυτά που καταλήγουν στο πιάτο σου. Δεν είναι τίποτα άλλο από ένα έδεσμα. Και αν όχι δικό μας… δικό τους», είπε και της έδειξε προς τη θάλασσα.
Δεν έδειχνε να κατανοεί εκείνο που πάλευε να του πει. Τα άσπρα της πορσελάνινα πόδια, τα πάντα κρυμμένα από τον ήλιο, η απαστράπτουσα κρυστάλλινη, χωρίς φακίδες, επιδερμίδα της δεν ήταν σημάδι για εκείνον. Γιατί αν κάποιος δεν σκέπτεται με αυτόν τον τρόπο, δεν μπορεί να δει την αλήθεια ακόμα και αν αυτή βρίσκεται μπροστά του.
Το ψάρι άρχισε να σπαρταράει. Όσο πιο πολύ λίκνιζε το σώμα του στο λιγοστό νερό, τόσο πιο πολύ αναπηδούσε και ερχόταν ένα βήμα πιο κοντά στην αφρισμένη θάλασσα. Μέχρι που το κύμα που το έβγαλε στη στεριά, το γύρισε πάλι σπίτι.
«Τα δες τι σου ’λεγα;» είπε η Μαρίνα. Ο ξένος τη θωρούσε σαστισμένος. Ήθελε να μιλήσει, μα λόγια δεν έβγαιναν. Μια κοιτούσε εκείνη και μια τη θάλασσα. Κύρτωσε την άλλοτε ευθυτενή πλάτη του και διέσχισε την παραλία. Η Μαρίνα τον είδε να πιάνει το καλάμι στα χέρια και να ετοιμάζει το δόλωμα.