Η απεργία πείνας ως κοινωνικό φαινόμενο διεκδίκησης και άσκησης πίεσης αποτέλεσε ανέκαθεν ένα ύστατο εργαλείο στα χέρια ατόμων που θέλησαν να διαδώσουν τις ιδέες τους και να διαμαρτυρηθούν για τις αδικίες εις βάρος τους ευρύτερα. Κι ενώ αυτή η πρακτική έχει δεχτεί επίκριση ως επικίνδυνη για την υγεία του διαμαρτυρόμενου ατόμου και θεωρείται μια μέθοδος αυστηρά προς αποφυγή, καθώς αποτελεί μια ακραία και σε κάποιες περιπτώσεις θανατηφόρα μορφή διεκδίκησης δικαιωμάτων, εντούτοις έχει χρησιμοποιηθεί και χρησιμοποιείται ευρέως για την προώθηση συγκεκριμένων αιτημάτων. Παρότι, η απεργία πείνας ασκείται για κοινωνικά και πολιτικά αιτήματα, σε τούτο το κείμενο θα επικεντρωθούμε αποκλειστικά στην κοινωνική διάσταση του θέματος, παραλείποντας οποιαδήποτε πολιτική χροιά, καθώς μας ενδιαφέρει απλώς η καταγραφή του φαινομένου και τα αποτελέσματα της.
Μια ιστορική πρωτοτυπία
Η απεργία πείνας ως πρακτική καταγράφεται πρώτη φορά στον αστικό κώδικα της προχριστιανικής Ιρλανδίας και ακολουθούσε συγκεκριμένους κανόνες. Η απεργία πείνας συχνά ασκούνταν από ένα άτομο το οποίο θεωρούσε ότι είχε αδικηθεί από κάποιο άλλο πρόσωπο και κατασκήνωνε έξω από την πόρτα του κατηγορούμενου για αδικία και αφορούσε υποθέσεις χρεών ή απονομής δικαιοσύνης. Αυτή η πρακτική, φυσικά, συνδεόταν με την ιερή έννοια της φιλοξενίας και θεωρούνταν ντροπή να αφήσει κάποιος ένα άτομο να πεθάνει στο κατώφλι του σπιτιού του λόγω πείνας. Συνεπώς, έπρεπε ο κατηγορούμενος για αδικία να λάβει υπόψιν του τον απεργό πείνας. Η απεργία πείνας στα προχριστιανικά χρόνια στην Ιρλανδία είχε συνήθως διάρκεια μιας νύχτας και δεν έχει καταγραφεί περίπτωση ατόμου να ακολούθησε την πρακτική για παραπάνω από μια μέρα και να κατέληξε λόγω πείνας.
Η πράξη αυτή ως διαμαρτυρία ή παθητική αντίσταση απέναντι σε κάποια αδικία καταγράφεται και στην Ινδία ήδη από τον 5ο π.Χ. αιώνα. Συνεπώς, η ιδέα αυτής της μη βίαιης διαμαρτυρίας ανάγεται στην αρχαιότητα και ενέπνευσε μεταγενέστερες πράξεις αντίστασης χωρίς τη χρήση βίας, όμως, ωστόσο, ενέχει και τον κίνδυνο κατά της ζωής. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η καταγραφή του φαινομένου στη σύγχρονη ιστορία σε παγκόσμια κλίμακα για την διεκδίκηση κοινωνικών και ατομικών δικαιωμάτων.
Οι σουφραζέττες
Στις μέρες μας το δικαίωμα ψήφου ανδρών και γυναικών θεωρείται ως κάτι αυτονόητο και κατοχυρωμένο, τουλάχιστον στις δημοκρατικές χώρες του πλανήτη. Υπήρξε, όμως, στο παρελθόν μια μακρά περίοδος ανισοτήτων, ατομικών και κοινωνικών, που απέκλειε ορισμένες κατηγορίες ατόμων από το δημόσιο γίγνεσθαι. Ένα από αυτά ήταν και η απαγόρευση της ψήφου των γυναικών. Και παρότι αφορά ένα πολιτικό δικαίωμα, εντούτοις συνδέεται άμεσα με τις κοινωνικές αδικίες και ανισότητες κατά των γυναικών. Το 19ο αιώνα αναπτύχθηκε το κίνημα των σουφραζέττων στη Μεγάλη Βρετανία και κατόπιν εξαπλώθηκε και στην υπόλοιπη Ευρώπη και τις Η.Π.Α.. Βασικό τους αίτημα ήταν η διεκδίκηση της γυναικείας ψήφου (από τη γαλλική λέξη suffrage, που σημαίνει ψήφος). Οι αρχές αντιδρούσαν βίαια στις διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες των γυναικών και προχωρούσαν πολλές φορές σε ξυλοδαρμό και φυλάκισή τους. Ούσες μέσα στη φυλακή, πολλές από αυτές, προχωρούσαν σε απεργία πείνας ως μέσο παθητικής αντίστασης και διαμαρτυρίας. Επιπρόσθετα, λόγω της δημοσιότητας που λάμβαναν οι πράξεις τους από τα μέσα ενημέρωσης, ασκούσαν πίεση στην καθεστηκυία ανδροκρατούμενη τάξη με αίτημα τη διεύρυνση του δικαιώματος της ψήφου.
Οι φύλακες πολλές φορές, φοβούμενοι μην καταστούν οι γυναίκες αυτές ως μάρτυρες και αποκτήσουν τη συμπάθεια της κοινής γνώμης, προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν τις απεργίες πείνας μέσα στη φυλακή με δύο τρόπους. Ο πρώτος αφορούσε την προσωρινή αποφυλάκισή τους, όταν απειλούνταν η υγεία τους λόγω της απεργίας πείνας και ο δεύτερος τρόπος αντιμετώπισης θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αρκετά βίαιος. Οι φύλακες με την αρωγή γιατρών προχωρούσαν στην αναγκαστική σίτιση των φυλακισμένων που τελούσαν υπό απεργία πείνας. Η τελευταία μέθοδος χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον και έβλαψε τις φυλακισμένες τόσο σωματικά όσο και ψυχολογικά. Εντέλει, με το κίνημα των σουφραζέττων τέθηκαν οι βάσεις για την κατοχύρωση του δικαιώματος της ψήφου των γυναικών.
Ο Mahatma Gandhi
Ένα πρόσωπο ορόσημο στον αγώνα των κοινωνικών και ατομικών δικαιωμάτων σίγουρα αποτελεί ο ηγέτης του κινήματος για την ανεξαρτησία της Ινδίας από την αποικιοκρατία της Μεγάλης Βρετανίας. Ο Mohandas Karamchand Gandhi, όπως είναι το πραγματικό του όνομα, σπούδασε νομική στο Λονδίνο και κατόπιν, αφού επέστρεψε στην Ινδία, από το 1915 αφιερώθηκε στον αγώνα των κοινωνικών και ατομικών δικαιωμάτων των Ινδών, που υπέφεραν ως αποικία υπό το βρετανικό καθεστώς διακρίσεων και εκμετάλλευσης.
Αναλαμβάνοντας την αρχηγία του Ινδικού Εθνικού Κογκρέσου το 1921, ηγήθηκε κινημάτων υπέρ της ανακούφισης της φτώχειας, των δικαιωμάτων των γυναικών και της εδραίωσης θρησκευτικής και εθνικής συμφιλίωσης, καθώς και της ατομικής αυτοδιάθεσης. Υπήρξε από τους πρωτεργάτες της μη βίαιης αντίστασης και υποστήριζε με σθένος την ειρηνική επίλυση των διαφορών ανάμεσα στους αποίκους και τους αποικιοκράτες. Από το 1942 προωθούσε το αίτημα της απέκδυσης του βρετανικού μανδύα για ολόκληρη την Ινδία και ασκούσε την πρακτική της απεργίας πείνας σε πολλές περιπτώσεις, ακόμη και όταν φυλακιζόταν κατά καιρούς από τις βρετανικές αποικιοκρατικές αρχές. Εντέλει, η Ινδία απέκτησε την ανεξαρτησία της μετά από τοπικές και παγκόσμιες πιέσεις, οι οποίες είχαν κινητοποιηθεί χάρη στην επιμονή του Gandhi. Ωστόσο, οι θρησκευτικές ομάδες στο εσωτερικό της Ινδίας διεξήγαγαν εμφύλιο πόλεμο και αρκετοί φανατισμένοι ινδουιστές αντιτίθετο στον φιλειρηνικό τρόπο διεκδίκησης των δικαιωμάτων και της θρησκευτικής πολυφωνίας που προωθούσε ο Gandhi. Το αποτέλεσμα ήταν το 1948 να δολοφονηθεί ο ηγέτης που είχε προωθήσει τη μη βία και οδήγησε στην απελευθέρωση της πατρίδας του. Από τους Ινδούς θεωρείται ο πατέρας του έθνους τους και έκτοτε επονομάστηκε Mahatma (στα σανσκριτικά σημαίνει μεγαλόψυχος) και η ημερομηνία γέννησης του, η 2α Οκτωβρίου, θεωρείται εθνική εορτή των Ινδών και αποτελεί την Παγκόσμια Ημέρα της μη βίας.
Η περίπτωση του Bobby Sands
Το 1981 ο βορειοϊρλανδός Bobby Sands, όντας μέσα στη φυλακή, ξεκίνησε απεργία πείνας μαζί με άλλους συγκρατούμενούς του. Ο Sands ήταν μέλος του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού (IRA) και προωθούσε, μεταξύ άλλων, το αίτημα της αναγνώρισης του ως πολιτικού κρατούμενου από το καθεστώς Θάτσερ, ενώ είχε συλληφθεί για εγκληματικές πράξεις σύμφωνα με τον βρετανικό ποινικό κώδικα. Λίγους μήνες αργότερα ο Sands πέθανε, όντας καταβεβλημένος από τη νηστεία, και τη μοίρα του ακολούθησαν άλλοι εννέα συγκρατούμενοι του. Ο Bobby Sands στη διάρκεια της φυλάκισης του είχε εκλεγεί παμψηφεί βουλευτής στην πατρίδα του, αφού η πράξη του είχε γίνει ευρέως γνωστή στην κοινή γνώμη. Μετά το θάνατο των απεργών πείνας, η Μάργκαρετ Θάτσερ παραχώρησε κάποια από τα ατομικά διακαιώματα που διεκδικούσαν οι κρατούμενοι, αλλά δεν τους αναγνώρισε ποτέ ως πολιτικούς κρατουμένους.
Οι φυλακισμένοι του Γκουαντάναμο
Οι χαρακτηρισμένες από πολλούς ως απάνθρωπες συνθήκες κράτησης των φυλακισμένων στις αμερικανικές φυλακές του Γκουαντάναμο, ωθούν αρκετούς τρόφιμους σε απεργίες πείνας ως πράξη απελπισίας και διαμαρτυρίας. Σε αυτές τις εγκαταστάσεις κρατούνται οι ύποπτοι για τρομοκρατικές ενέργειες και οι τρόφιμοι χρησιμοποιούν αρκετά συχνά την πρακτική της απεργίας πείνας, ώστε να διεκδικούν πιο ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης και διατροφής στη φυλακή. Μάλιστα, οι φύλακες, για να αντιμετωπίσουν το φαινόμενο, προχωρούν στην πρακτική της βίαιης σίτισης των κρατουμένων μέχρι και δύο φορές την ημέρα για τον καθένα. Για τις χαρακτηρισμένες ως απάνθρωπες συνθήκες των φυλακών του Γκουαντάναμο ο διάσημος ράπερ Mos Def είχε προωθήσει το 2013 εκστρατεία υπέρ καλύτερων συνθηκών διαβίωσης και είχε εθελοντικά υποβληθεί σε αναγκαστική σίτιση, ώστε να ευαισθητοποιήσει την κοινή γνώμη. Ωστόσο, το φαινόμενο εξακολουθεί να κυριαρχεί στις φυλακές.
Όπως είδαμε από τα ανωτέρω, η απεργία πείνας θεωρείται πολλές φορές ως μια ύστατη πράξη αυτοθυσίας, ώστε ένα άτομο ή μια ομάδα ατόμων να προωθήσουν τα δικαιώματά τους μέσω της ευαισθητοποίησης και της δημοσιότητας που λαμβάνει η πράξη τους. Η πρακτική αυτή δεν είναι δυνατό να αγνοείται από τις ηγεσίες και την κοινή γνώμη, καθώς τίθεται σε κίνδυνο η ζωή του διαμαρτυρόμενου. Επειδή ακριβώς στις δημοκρατικές κοινωνίες η ζωή θεωρείται το υπέρτατο αγαθό και θα έπρεπε να προστατεύεται. Ωστόσο, πρόκειται για μια ιδιαίτερα επικίνδυνη πρακτική που απειλεί άμεσα την ανθρώπινη ζωή, οπότε θεωρείται ακραία και θα έπρεπε να αποφεύγεται.