“Δεν ήξερα. Αλήθεια λέω! Αν γνώριζα…”.
…
«Τον έβλεπα να περπατά συνεχώς με σκυφτό το κεφάλι. Διέγραφε πάντα την ίδια διαδρομή, χωρίς να παρεκκλίνει σπιθαμή από τον δρόμο του. Φαινόταν σαν κάτι να φοβόταν. Σαν να φοβόταν, ότι κάτι θα γινόταν αν το έκανε.
Ερχόταν στο σχολείο με τον πατέρα του. Έναν κουστουμαρισμένο κύριο με μαύρη δερμάτινη τσάντα στο ένα χέρι και καλογυαλισμένα παπούτσια. Μόλις πάρκαρε και άφηνε τον γιο του, έκανε τον κόπο να κατέβει από το αυτοκίνητο για λίγο μόνο, έως ότου τον δει να περνάει τη σιδερένια καγκελόπορτα.
Ήταν καινούργιος μαθητής. Ήμασταν στην ίδια τάξη, αλλά όχι στο ίδιο τμήμα. Για κάποιο λόγο έπιανα τον εαυτό μου να τον παρατηρεί συνεχώς. Ίσως, επειδή ήταν διαφορετικός από τους άλλους. Συνεσταλμένος και κλειστός. Έδειχνε να αποζητά την απομόνωση. Το απέδωσα στο ότι ήταν νεοφερμένος και δεν ήξερε κανέναν. Όσο όμως περνούσε ο καιρός και εκείνος έμενε ίδιος, άρχισα να αναρωτιέμαι. Ήθελα πολύ να πάω να του πιάσω κουβέντα, αλλά δεν το έκανα. Μπορεί επειδή είχα ήδη φίλους. Ένας ακόμα δεν θα έκανε τη διαφορά. Έτσι έλεγα στον εαυτό μου.
Κάποια στιγμή έπεσαν στην αντίληψή μου κάποια λόγια για εκείνον. Δεν ήταν άξια προσοχής. Ήταν χλευαστικά μεν, αλλά καθόλου περίεργα να τ’ ακούς Όλοι έχουν φίλους και όλοι έχουν εχθρούς, σκέφτηκα. Μα καθώς φαινόταν, εκείνος είχε μόνο εχθρούς. Όσα έφταναν στα αυτιά μου πλέον δεν ήταν αδιάφορα. Και τα λόγια έγιναν πράξεις. Μικρά σπρωξίματα, ροχάλες, σφαλιάρες…
Εκείνος, συνέχιζε να μην παρεκκλίνει από τη διαδρομή του και εγώ συνέχιζα να κρατώ απόσταση. Τώρα πλέον, δεν ήταν ότι εγώ είχα φίλους, αλλά ότι δεν είχε εκείνος και μπορεί να με έπαιρνε και εμένα η μπάλα.
Πέρασε καιρός που δεν έκανα τίποτα. Έμαθα μάλιστα ότι τον είχαν βρει μέσα στην τουαλέτα κλειδωμένο. Τον έψαχναν τρεις ώρες οι καθηγητές και εκείνος ήταν άφαντος. Είχαν προθυμοποιηθεί να τον ψάξουν εκείνοι οι ίδιοι που τον είχαν κλειδώσει, οπότε… ήταν αναμενόμενο.
Έσπαγα που ήμουν δεμένη. Αυτή η καταραμένη ασυμμετρία δύναμης έφταιγε για όλα. Είναι νόμος αυτός, παντού. Ο ισχυρότερος επιβάλλεται στον πιο αδύναμο.
Κάποια φορά, με είδε η μητέρα μου προβληματισμένη. Δεν ήθελα να πω πολλά για να μη γίνει θέμα. Της είπα μονάχα ότι ήθελα τη γνώμη της για ένα παιδί αντικοινωνικό. Και εκείνη μου είπε : «Να θυμάσαι πως κάθε άνθρωπος που συναντάς κάτι φοβάται, κάτι αγαπά και κάτι έχει χάσει»*.
Έλειψα δυο μέρες από το σχολείο. Την είχα αρπάξει και προτίμησα να μείνω σπίτι. Αυτές οι δύο μέρες και τα λόγια της μητέρας μου ήταν καθοριστικά για να πάρω την απόφασή μου. Ήξερα ότι μόλις γύριζα σχολείο θα πήγαινα να τον βρω. Του χρωστούσα μια συγγνώμη και έναν φίλο.
Και τώρα… Δεν ήξερα. Αλήθεια λέω! Αν γνώριζα…».
* H. Jackson Brown, Jr., 1940-, Αμερικανός συγγραφέας αυτοβοήθεια:«Να θυμάσαι πως κάθε άνθρωπος που συναντάς κάτι φοβάται, κάτι αγαπά και κάτι έχει χάσει»