Μου είχε γίνει εμμονή. Αυτό το ήξερα. Αυτό που δεν ήξερα είναι γιατί οι άλλοι συνέχιζαν να μου λένε άλλο από αυτό που έβλεπα στον καθρέφτη. Στην αρχή, πίστευα ότι με ζήλευαν. Είναι πολύ δύσκολο για τους ανθρώπους να στερούνται το φαγητό από επιλογή. Ακόμα και όταν το κάνουν στην αρχή, έπειτα λυγίζουν και πέφτουν με τα μούτρα. Εγώ, όμως, άντεξα. Κατάφερα να χάσω πολλά κιλά, όχι όμως αρκετά για εμένα.
Όλοι μου οι γνωστοί, έλεγαν ότι τώρα ήμουν εντάξει. Ότι μπορούσα πια να σταματήσω. Δεν το έβλεπα έτσι. Και ας έλεγαν ότι έχω περιθώριο να πάρω κάποια κιλά, γιατί είχα κόψει στο πρόσωπο. Αντίθετα, δοκίμαζα τα νέα μου ρούχα πάνω στο αδυνατισμένο μου κορμί και ήμουν περήφανη που επιτέλους ένιωθα καλά.
Τρέλα! Αυτό που κάνεις είναι μια τρέλα! Έτσι μου φώναζαν. Μα τι στο καλό τους είχε πιάσει; Σίγουρα ζήλευαν. Μα και η μάνα μου; Ήταν ανόητο από μέρους της. Πάντα ήμασταν κοντά. Γιατί είχε αλλάξει;
Είχα επιτέλους τις διαστάσεις μοντέλου. Ναι, ήμουν υπέροχη. Αλλά, μπορούσα να είμαι ακόμα καλύτερη. Αυτό ήταν το κίνητρό μου. Είχα ακόμα κάποια πιασίματα. Νόμιζα, πως τα είχα χάσει, αλλά εκείνα ήταν ακόμα εκεί. Έπρεπε να προσέχω περισσότερο τη διατροφή μου. Δεν είχα επιλογή από το να πετάω το φαγητό. Η μάνα μου ήταν πολύ πιεστική. Ήθελε να βλέπει άδειο και πιάτο και τέτοιο της έδινα. Μόνο που δεν το άδειαζα στο στομάχι μου, αλλά στα σκουπίδια κρυφά.
Ενίοτε, φώναζα κόσμο στο σπίτι και μαγείρευα γι’ αυτούς, για να τους δείξω πως είμαι απενεχοποιημένη από το φαγητό. Πως δεν χρειάζεται να ανησυχούν. Δοκίμαζα μεγάλες ποσότητες για να τους ευχαριστήσω και όταν το έκανα, κατέληγα το βράδυ στην τουαλέτα με ένα δάκτυλο στο στόμα. Δεν θα πάχαινα, για να αισθάνονται αυτοί καλύτερα.
Τα πράγματα, όμως, μετά από λίγο καιρό αγρίεψαν. Οι φωνές τους άρχισαν να εναλλάσσονται με παροτρύνσεις και οι παροτρύνσεις με προσταγές να επισκεφτώ γιατρό. Άρχισα λοιπόν να φοράω φαρδιά ρούχα για να μην με κοιτούν εξεταστικά. Δεν τους καταλάβαινα. Τι στο καλό είχαν πάθει; Μα, δεν έβλεπαν ότι είχα ακόμη λίγο περιθώριο;
Άρχισα να λείπω όσο περισσότερο μπορούσα από το σπίτι και να αποφεύγω κυρίως τους γνωστούς. Δεν ήταν λύση, το ήξερα. Ωστόσο με βοήθησε. Αυτή η μόνιμη μουρμούρα περιορίστηκε τουλάχιστον.
Κάποια στιγμή και χωρίς να το καταλάβω με βούτηξαν, παρά τη θέλησή μου και βρέθηκα πακέτο σε ένα νοσοκομείο. Αντέδρασα, αλλά αποφάσισα ότι ήταν καλύτερα να ακούσουν από έναν ειδικό ότι ήταν λάθος, για να με παρατήσουν ήσυχη. Αποδείχτηκε όμως, ή ότι ο ειδικός ήταν κομπογιαννίτης ή ότι πολύ απλά τον είχαν πάρει με το μέρος τους.
Όταν τον άκουσα να λέει ότι έπρεπε να νοσηλευτώ και να επιρρίπτει ευθύνες στους άλλους που δεν με είχαν φέρει νωρίτερα, ήμουν σίγουρη ότι ήταν κομπογιαννίτης. Αρνήθηκα την όποια θεραπεία και παρά τις φωνές επέστρεψα σπίτι.
Όλες οι επόμενες ημέρες πέρασαν με τη μάνα μου να κλαίει ασταμάτητα. Υπήρξαν πολλές φορές που θέλησα να την πλησιάσω, μα δεν το έκανα. Ένιωθα ότι το έκανε επίτηδες. Κλείστηκα και εγώ στο δωμάτιό μου και παρέμενα εκεί για να μην βλέπω κανέναν. Όσες φορές και αν προσπάθησε να μπει την κράτησα κλειδωμένη.
Αποφάσισα να την ανοίξω, μόνο όταν κατάλαβα πως κοιμόταν ακριβώς απέξω. Πως δεν είχε κουνήσει ρούπι από εκεί, όσο ήμουν μέσα. Πώς ούτε έτρωγε ούτε έπινε. Ανησύχησα για την υγεία της. Ήταν μεγάλη γυναίκα. Θέλησα να την πάω στο γιατρό, μα εκείνη αρνήθηκε. Έκλεισε το στόμα της στο φαί. Έκλεισε την πόρτα στην όποια βοήθεια. Είπε πως αν είναι να πεθάνει το παιδί της, θα πεθάνει μαζί του. Ταρακουνήθηκα.
Και τώρα, κάποια χρόνια μετά, η αλήθεια είναι ξεκάθαρη. Ο καθρέφτης των ψευδαισθήσεων έχει σπάσει, χάρη σε αυτή τη γυναίκα που μου χάρισε το δώρο της ζωής δυο φορές.