«Ο μόνος που θα μπορούσε να καταλάβει πως νιώθω… με ήξερε όπως ξέρει κανείς την αλλαγή των εποχών ή την παλίρροια». Αυτή ήταν η πρώτη φράση του βιβλίου «Έθιμα Ταφής» της Hannah Kent, την οποία διάβασα τυχαία και με εισήγαγε στον κόσμο της Άγκνες Μάγκνουσντότιρ, της κεντρικής ηρωίδας του βιβλίου.
Με φόντο τη βόρεια Ισλανδία του δεκάτου ενάτου αιώνα, το βιβλίο αφηγείται την ιστορία της Άγκνες, μιας υπηρέτριας όπου έχοντας διαπράξει διπλό φόνο (του εραστή της και ενός φίλου του) καταδικάζεται σε θάνατο. Οι αρχές τις Ισλανδίας αποφασίζουν πως πρέπει να περάσει τις τελευταίες μέρες της ζωής της προσφέροντας βοήθεια στο αγρόκτημα της οικογένειας του Νομαρχιακού Υπάλληλου Γιον Γιόνσον. Μοναδικός της σύντροφος ο οποίος της στέκεται μέχρι το τελευταίο της ταξίδι είναι ένας διορισμένος νεαρός ιεροδιάκονος. Αξίζει να σημειωθεί πως κατά τη διάρκεια της συγγραφής, διεξάχθηκε έρευνα από τη συγγραφέα με σκοπό τη συλλογή των περισσότερων δυνατών στοιχείων, και πως η Άγκνες ήταν υπαρκτό πρόσωπο καθώς και η τελευταία γυναίκα που εκτελέστηκε στην Ισλανδία.
Ένα από τα κύρια στοιχεία που κατά τη γνώμη μου προσδίδει στην ιστορία μία έντονη νότα ποιητικότητας είναι η κλιμάκωση των χαρακτήρων. Στην αρχή η οικογένεια αποφεύγει την ηρωίδα και –ενίοτε- την περιφρονεί έκδηλα καθώς φέρει τη στάμπα της “φόνισσας”, της ”μάγισσας”, της γυναίκας η οποία εισβάλει στον μικρόκοσμο της καθημερινότητάς τους και που δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο διαφορετική από αυτούς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η εντύπωση που προκαλεί στη μητέρα το γεγονός ότι η Άγκνες έχει κατάμαυρα μαλλιά (πράγμα ασυνήθιστο για μία Ισλανδή) αλλά και η έντονη ηρεμία της, όπου μόνη ρωγμή είναι ένα και μοναδικό βίαιο ξέσπασμα.
Ο τρόπος με τον οποίο η συγγραφέας ξεδιπλώνει με ακρίβεια εκατοστού τις αλλαγές που συμβαίνουν στον ψυχικό κόσμο των δύο βασικών προσώπων, τα οποία και έπαιξαν σημαντικό ρόλο στις τελευταίες μέρες της Άγκνες, είναι αξιοθαύμαστος. Τα πρόσωπα αυτά, που την αντιμετώπισαν με την ιδιότητα του κριτή στην αρχή και ύστερα του φίλου, είναι ο ιεροδιάκονος και η μητέρα. Στην αρχή πρόθεσή τους ήταν να ασκήσουν πάνω της εξουσία :υποσυνείδητα ο ιεροδιάκονος με το αξίωμα του πνευματικού συντρόφου, και συνειδητά η μητέρα ως κυρία του αγροκτήματος. Όσο περνάει ο καιρός, ο ιεροδιάκονος καταλαβαίνει πως η γυναίκα δεν επιδιώκει τη σωτηρία της ψυχής της και πως το μεγαλύτερο δώρο που θα μπορούσε να της προσφέρει είναι απλά να την ακούσει και να της σταθεί στο τελευταίο της μαρτύριο. Η μητέρα συνειδητοποιεί την αξία της Άγκνες και είναι εκείνη η οποία μαθαίνει την πραγματική της ιστορία και στο τέλος προτείνει να κάνουν έκκληση για να της δώσουν χάρη.
Η βασική ιδέα όμως που κατά τη γνώμη μου εντυπώνεται στον αναγνώστη είναι η εξής: κάθε ιστορία έχει δύο πλευρές. Εκείνη που μας παρουσιάζουν (και συνήθως πιστεύουμε αφήνοντας την κρίση μας σε αδράνεια), και το τι πραγματικά συνέβη. Στο βιβλίο αυτό, μέσα από τη φωνή της Άγκνες ο αναγνώστης μαθαίνει και τη δεύτερη όψη και συνειδητοποιεί πως η κεντρική ηρωίδα δεν είναι ο αδηφάγος δολοφόνος που παρουσιάζουν οι αρχές της Ισλανδίας, αλλά μία προδομένη γυναίκα η οποία εναπόθεσε τις ελπίδες της για μία καλύτερη ζωή στο λάθος άνθρωπο. Και όσο πιο κοντά πλησιάζει το βιβλίο στο τέλος τόσο εντονότερη γίνεται η κραυγή της για να κρατηθεί στη ζωή.
Κλείνοντας, θα ήθελα να προσθέσω πως τα «Έθιμα Ταφής» είναι από τα πιο συγκινητικά και ρεαλιστικά βιβλία του 2015 όπου περιγράφεται με μαεστρία και σεβασμό προς την ηρωίδα ο πόνος της ανθρώπινης ψυχής.