Όταν το κορίτσι γνώρισε αυτόν τον άντρα ήταν μόνο 17 και εκείνος ήδη 47, τι ειρωνεία της τύχης ο ένας στην ανατολή κι ο άλλος στη δύση θα έλεγαν όλοι..τριάντα ολόκληρα χρόνια διαφοράς.Μία διαφορά τόσο μεγάλη όπως ένα άπιαστο όνειρο.Εκείνοι όμως και οι δυο τόσο μα τόσο ερωτευμένοι, ο καθένας ζούσε τον έρωτα του από τη δική του γέφυρα, ο καθένας τους, έβλεπε το μέλλον με τα δικά του κιάλια, όμως και οι δυο τους κάπου συναντιόντουσαν… Εκείνη νέα, όμορφη, τόσο πολύ όμορφη που καθώς την κοίταζε τα μάτια του δάκρυζαν, κι αυτή έτρεμε γιατί ήξερε πως μπορεί να την κάνει ότι θέλει αν αυτός το θελήσει.
Την άγγιζε και σπαρταρούσε στα χέρια του όπως ένα ψάρι όταν το βγάλεις από το νερό. Τη φιλούσε και χανότανε, άλλωστε εκείνος ήξερε το πως, το πότε και με ποιο τρόπο θα έκανε το κάθε τι. Ένα νεαρό κορίτσι παραδωμένο σε ένα τόσο επικίνδυνο έρωτα, σε μια παράνομη αγάπη που γεννιόταν ανάμεσα σε συντρίμμια. Συντρίμμια που θα προκαλούσε ο περίγυρος τους!!! Παραδωμένοι στον έρωτα τους άρχισαν να χάνονται στον δικό τους κόσμο, με στιγμές έντασης όπου εκείνος την έδιωχνε μακριά του, την ίδια στιγμή που την τραβούσε κοντά του και κόντευε να την πνίξει από τα φιλιά του.
Αυτός ο ίδιος άντρας που της έλεγε πόσο δυναμικός είναι και πως δεν πρόκειται να έρθει αντιμέτωπος με τις αρχές του ποτέ για ένα κορίτσι τόσο νέο… Αυτό όμως που την πονούσε και της έκοβε την καρδιά της στα δυο, ήταν πάντοτε ο ίδιος επίλογος του ”οι δρόμοι μας πάντα θα είναι παράλληλοι, θα συναντιούνται, αλλά δεν θα συμπίπτουν ποτέ και πουθενά”.
Εκείνη ξαπλωμένη στον καναπέ πίνοντας το ουίσκι της αποφάσισε να του απαντήσει με λόγια που θα τον χτυπούσαν όπως ‘ένα βέλος’ και έτσι τον έβλεπε και απλά χαμογελούσε, θυμώνοντας τον τόσο πολύ… Χαμογελάς, της είπε και αυτή απάντησε τόσο ώριμα, και με τόση θηλυκότητα, ”πως να μην χαμογελάσω με αυτά που λες, πως να μην χαμογελάσω που θεωρείς τον εαυτό σου ένοχο που στα 47 ο έρωτας και η αγάπη του χτύπησαν την πόρτα, και που θεωρείς και εμένα ένοχη που ήρθα στη ζωή σου. Άλλο τόσο όμως ένοχο θεωρώ κι εγώ εσένα που ήρθες στη ζωή μου και γκρέμισες τον κόσμο μου, όμως δεν φεύγεις, γιατί δεν μπορείς να φύγεις, γιατί αυτό που ζούμε δεν έχει θεμέλιο τη σαρκική απόλαυση αλλά την αγάπη, ανεξάρτητα αν δεν μπορεί να πάει ο ένας στην ηλικία του άλλου”.
Όμως εκείνος ξέροντας πως έχει δίκιο αυτή σηκώνεται τόσο θυμωμένος από την καρέκλα και την χαστουκίζει. Δεν το έχει ξανακάνει σε καμία γυναίκα ποτέ της εξομολογείται και την ίδια στιγμή χάνεται από μπροστά της μπαίνει στο υπνοδωμάτιο και κλείνει την πόρτα με όση δύναμη έχει. Εκείνη στενοχωρημένη και παράλληλα ευτυχισμένη που κατάλαβε πόσο δίκιο είχε από την αντίδραση του, ξάπλωσε στον καναπέ και έκλαιγε… δάκρυα καυτά, δάκρυα που πλημμύρισαν το πρόσωπο της μέχρι να κοιμηθεί.
Κοντεύει να ξημερώσει, η ώρα έχει φτάσει ήδη 4 το πρωί και εκείνη τη στιγμή είναι που ανοίγει η πόρτα του υπνοδωματίου και αυτός με όσο θάρρος είχε πήγε κοντά της και την αγκάλιασε… Έχοντας τα μάτια της κλειστά, απλά απολάμβανε το άγγιγμα του πάνω στο κορμί της… Η ώρα περνάει τόσο όμορφα μέχρι που την αγκαλιάζει, την σηκώνει και την καθοδηγεί στο κρεβάτι με αποτέλεσμα έναν έρωτα όλο τρέλα, όλο αγάπη, όλο πάθος… Το πρωί τους βρίσκει αγκαλιά, τα μακριά καστανά μαλλιά της καλύπτουν το πρόσωπο του, κι εκείνη του ψιθυρίζει κάτι που είχε ακούσει σε ένα παλιό τραγούδι.
“…μην με μισείς γι αυτό που είμαι, να μ’ αγαπάς για αυτό που θα μπορούσα να γίνω κοντά σου”