I. Είμαστε σαν βιτρίνες μαγαζιών στις οποίες συνεχώς τακτοποιούμε, κρύβουμε ή φανερώνουμε τις υποτιθέμενες ιδιότητες που αποδίδουν άλλοι σε εμάς – για να εξαπατάμε τον εαυτό μας.
II. Αρχίζει κανείς ξεμαθαίνοντας να αγαπάει άλλους και καταλήγει στο να μη βρίσκει πια τίποτε που να αξίζει καθ’ εαυτό να το αγαπήσει.
III. Κάποτε ήμασταν τόσο κοντά ο ένας στον άλλο μέσα στη ζωή που τίποτα δε φαινόταν να εμποδίζει τη φιλία και την αδερφοσύνη μας, και μόνο ένα γεφυράκι υπήρχε ανάμεσα μας. Ακριβώς τη στιγμή που πήγαινες να ανέβεις σε αυτό σε ρώτησα: «Θέλεις να περάσεις το γεφυράκι για να με συναντήσεις;» – και τότε έπαψες πια να το θέλεις• κι όταν σε παρακάλεσα ξανά έμεινες σιωπηλός. Από τότε βουνά κι ορμητικοί ποταμοί κι ό,τι άλλο χωρίζει κι αποξενώνει μπήκαν ανάμεσά μας• κι ακόμα κι όταν το θέλαμε, δεν ήταν μπορετό να συναντηθούμε! Μα όταν θυμάσαι τώρα εκείνο το μικρό γεφυράκι δεν έχεις πια λόγια – μόνο λυγμούς και απορία.
IV. Σας διδάσκω τον Υπεράνθρωπο. Ο άνθρωπος είναι κάτι που πρέπει να ξεπεραστεί. Εσείς τι έχετε κάνει για να τον ξεπεράσετε;
V. Τι είναι ο πίθηκος για τον άνθρωπο; Ένα αντικείμενο για περίγελο ή μια επώδυνη ντροπή. Και ακριβώς το ίδιο πρέπει να είναι ο άνθρωπος για τον Υπεράνθρωπο: ένα αντικείμενο για περίγελο ή μια επώδυνη ντροπή.
VI. Ο άνθρωπος είναι ένα βρόμικο ποτάμι. Πρέπει να είσαι θάλασσα για να μπορείς να δέχεσαι ένα βρόμικο ποτάμι χωρίς να λερώνεσαι.
VII. Ο άνθρωπος είναι ένα σχοινί, τεντωμένο ανάμεσα στο ζώο και στον Υπεράνθρωπο – ένα σχοινί πάνω από μια άβυσσο.
VIII. Αυτό που είναι μεγάλο στον άνθρωπο είναι ότι αυτός είναι γεφύρι και όχι σκοπός: αυτό που μπορεί να αγαπήσει κανείς στον άνθρωπο είναι ότι αυτός είναι ένα πέρασμα και μια δύση.
IX. Να μην ξεχνάμε! Όσο πιο ψηλά πετάμε τόσο πιο μικροί φαντάζουμε σ´εκείνους που δεν μπορούν να πετάξουν.
X. -Τι θεωρείς πιο ανθρώπινο; -Να απαλλάσεις κάποιον από ντροπή.