«Κάποτε θα ‘ρθουν να σου πουν», φωνάζει ο Σιδηρόπουλος μέσα από τα ακουστικά μου και δυναμώνω την ένταση. Αυξάνω την φωνή και νιώθω το θυμό μου να βράζει, σχεδόν να ξεχειλίζει.
Πού φτάσαμε; Αναρωτιέμαι σιωπηλά.
Πού μας πάνε;
Πού είμαστε;
Γιατί με σημαδεύουν;
Μάνα με σκοτώνουν!
Κραυγές που ακούγονται σιγανά στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Του κάθε νέου που διερωτάται και ψάχνει το μέλλον του, μαζί με απαντήσεις που δεν πήρε. Και δεν πρόκειται να πάρει. Γιατί τον έχουν γραμμένο το νέο. Τον φωνάζουν τεμπέλη, ότι δε διαβάζει αρκετά, ότι δε δουλεύει, ότι δε προσφέρει, ότι δεν κάνει τίποτε, ότι είναι άχρηστος.
Και το σακούλι γεμίζει. Φουσκώνει με σαπισμένα γέλια και σιχαμένα δήθεν δάκρυα. Όλοι ξέρουν.
Όλοι εκτός από εσένα.
«Όταν μεγαλώσεις, θα καταλάβεις» λένε και ξαναλένε, σα σπασμένο πικ απ. Η βελόνα κόλλησε, σταμάτησε πάνω στη συνέχεια που δεν θα ζήσεις για να ακούσεις.
Όταν μεγαλώσεις, ψιθυρίζουν απειλητικά. Και αν δεν θέλω να μεγαλώσω;
Δεν έχεις το δικαίωμα να λες «θέλω».
Μα είμαι ελεύθερος. Όχι πλέον.
Και τι θα κάνω; Ό,τι σου πούμε εμείς.
Πείτε μου. Εμείς; Εσύ αποφάσισε………
Το παιγνίδι της κολοκυθιάς. Πού να ήξερα ότι θα το έπαιζα ξανά σα ρώσικη ρουλέτα. Μα εδώ δε κρατάω εγώ το όπλο και δοκιμάζω την τύχη μου την άσφαιρη. Εδώ, το πιστόλι είναι οπλισμένο. Κάθε κλικ και πυροβολισμός. Κάθε κλικ και δυο μάτια που κλείνουν.
Κάποτε κάναμε όνειρα. Όνειρα για το μέλλον, για την δουλειά που θα θέλαμε να κάνουμε, τη ζωή που επιθυμούμε. Για όλα εκείνα που το δυστοπικό σπίτι μου καταστρέφει μέρα με τη μέρα. Με πέταξαν να ζήσω στη φλεγόμενη κόλαση. Κανείς δεν με προειδοποίησε για το τι έρχεται, για το τι παρήλθε, για το τι με περιμένει. Εμένα και άλλους χιλιάδες που παλεύουμε σε ένα δεύτερο παιγνίδι στοιχημάτων, με τον κουστουμάτο εκεί ψηλά να παρατηρεί καπνίζοντας. Σκοτώνεις ένα, κερδίζεις. Σκοτώνεις δύο, προχωράς. Σκοτώνεις τρεις, εκπλήσσονται. Σκοτώνεις τέσσερις, σε φοβούνται.
Ήρθε ο καιρός που κάνουμε όνειρα να φύγουμε από τη χώρα μας. Τη γενέτειρα του χάους μας. Εκείνο που τα βράδια ξεσπά και θερίζει τα δάκρυά σου, τις φωνές και την λύπη σου, μαζί με την καρδιά σου. Και στην τελική τι φταίει η χώρα; Εκείνοι που φταίνε είναι πολλοί. Ανεβαίνουν ένα θρόνο από πτώματα και ζωές κενές. Ανεβαίνουν για να κάτσουν στο λασπωμένο από το παλιό και βρεγμένο χρήμα, θρόνο.
Βαρέθηκα, να ελπίζω σε κούφια λόγια και φρούδες ελπίδες. Κουράστηκα να είμαι μονίμως κατώτερη από την αξιοκρατία που ο δόλος έχτισε. Δεν αντέχω να παλεύω για την ανάσα και τον χρόνο που μου έχει απομείνει. Δεν μπορώ να συνεχίσω να τραβώ κουφάρια της αθωότητάς μου, σα Σταυρό του Γολγοθά. Πονάω.
Η ανάσα μου βάρυνε.
Ίσως κλάψω.
Δεν κοιμάμαι.
Μάχομαι την απελπισία.
Διώκομαι από την κατάθλιψη.
Με θανατώνει ο άλλος μου εαυτός.
Εκείνος που ζει παράλληλα στο εγώ που θα ΄θελα να έχω.
Εκείνος που δεν είναι παιδί πια.
Εκείνος που αφήνει πίσω του τα πάντα για ένα κομμάτι ξερό ψωμί.
Εκείνος που γύρισε να φύγει χωρίς να κοιτάξει πίσω ξανά.
Εκείνος που το λευκό μαντήλι το λέρωσε με ματωμένα δάκρυα.
Εκείνος που αποχαιρέτησε τα φαντάσματα του κενού του.
Εκείνος που χάθηκε.
Και εκείνος που με στοιχειώνει.
«Υπερασπίσου το παιδί
Γιατί αν γλιτώσει το παιδί
υπάρχει ελπίδα»
Είναι άραγε αργά τώρα;