Εδώ και μερικούς μήνες έφτασε η σειρά μου να αναζητήσω εργασία στην Ελλάδα ως απόφοιτος κάποιου ΑΕΙ. Παρά το ότι βρήκα εργασία σχετικά γρήγορα για τα σημερινά δεδομένα, η πικρή αλήθεια στην όλη κατάσταση που επικρατεί στην χώρα ήρθε σαν συνειδητοποίηση μετά από μήνες συνεχούς, καθ’ όλα ανελαστικής, αναζήτησης.
Στην Ελλάδα δεν επικρατεί μόνο μεγάλη ανεργία όπως είναι ευρέως γνωστό. Η αγορά εργασίας έχει συρρικνωθεί τα τελευταία χρόνια, ώστε υπάρχουν μόνο ευκαιριακές θέσεις εργασίας. Ακόμα, οι περισσότερες έχουν σαν σταθερά την κατώτατη έμμισθη αμοιβή, η οποία πολλές φορές έρχεται σαν επιστέγασμα της επικρατούσας λογικής που απαξιεί την εργασία στο βωμό της εργασιακής ανάγκης.
Η αγορά εργασίας εξυπηρετεί πολύ συγκεκριμένες ειδικότητες και στην σπάνια περίπτωση κατά την οποία τα προσόντα σου θα εκτιμηθούν ως άξια προσοχής αυτή αφορά θέσεις με απαιτήσεις κατώτερες των δικών σου. Ως απόφοιτος σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών μπορώ πλέον να πω πως τα χρόνια της δημιουργικής μας παραγωγής αναλώνονται στην προσπάθεια εύρεσης έστω, κάποιας θέσης που να ανταποκρίνεται και στις δικές μας απαιτήσεις.
Τα οικονομικά δεδομένα για τις μεγαλύτερες ηλικιακά γενιές ίσως είναι δυσχερέστερα με βάση το ότι έχουν, ως επί το πλείστον, να στηρίξουν μία οικογένεια, όμως η κατάσταση αυτή εμποδίζει τις μικρότερες γενιές όχι απλώς από το να δημιουργήσουν μία οικογένεια αλλά και να έχουν μία σχετική (έστω) οικονομική ανεξαρτησία.
Έπειτα από χρόνια σπουδών και εξόδων για την στήριξή τους, αποτελεί μονόδρομο η αναζήτηση εργασιακής στέγης σε θέσεις ημιαπασχόλησης για την περαιτέρω συνέχιση των σπουδών. Η εφηβική μας ηλικία επεκτείνεται συνεχώς και κάθε προσπάθεια για ανάληψη των ινίων της δικής μας ζωής φτάνει να αποτελεί τροχοπέδη στην επιβίωση.
Σε μία κοινωνία, όχι μόνο την Ελληνική αλλά την παγκόσμια, η οποία απαιτεί την υψηλή κατάρτιση και την κατοχή τουλάχιστον ενός μεταπτυχιακού τίτλου, το παραπάνω άρθρο ίσως κριθεί ως δημιούργημα ανθρώπων μιας «καλομαθημένης» γενιάς, η οποία δεν έχει υπομονή και τα θέλει όλα έτοιμα.