Ο διάδοχος του στέμματος του Αψβούργου αυτοκράτορα της Αυστροουγγαρίας, Φραγκίσκος Φερδινάνδος και η γυναίκα του δολοφονούνται στο Σαράγεβο της Βοσνίας, από τον 19χρονο Σέρβο Γκαβρίλο Πρίντσιπ. Ο ασκός του Αιόλου είχε πλέον ανοίξει. Η δολοφονία θα αναστάτωνε ολόκληρη την Ευρώπη από τις αλυσιδωτές αντιδράσεις που θα προκαλούσε. Δύο μέρες αργότερα από την δολοφονία του Αυστριακού Αρχιδούκα και διαδόχου του θρόνου, στις 28 Ιουνίου, το παιχνίδι των συμμαχιών είχε πλέον εγκλωβίσει την Ευρώπη στο χειρότερο αιματοκύλισμα, τη πιο φονική συμπλοκή που είχε γνωρίσει ολόκληρη η ανθρωπότητα μέχρι εκείνη τη στιγμή.
Στη δίνη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου όμως δεν συμπαρασύρθηκαν όλες οι ευρωπαϊκές χώρες. Η ουδετερότητα αν και σίγουρα δεν συνοδευόταν με τις απώλειες που υφίστατο τα εμπόλεμα έθνη, ενείχε τις δικές τις ξεχωριστές δυσκολίες. Συγκεκριμένα η Ολλανδία, έπειτα από την απόφαση της μοναρχίας της για το σχηματισμό εξωκοινοβουλευτικής κυβέρνησης, ως αποτέλεσμα της πολυδιάσπασης των κομμάτων του κοινοβουλίου, διακύρηξε την ουδετερότητα της κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αντίθετα με άλλα κράτη που επέλεξαν την ουδετερότητα κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η ουδετερότητα της Ολλανδίας δεν ήταν εγγυημένη από κάποιο άλλο κράτος. Ισορροπούσε οπλισμένη, ανάμεσα στις Κεντρικές Δυνάμεις και την Τριπλή Συμμαχία. Νωρίτερα, η ενοποίηση της Γερμανίας το 1871, υπό τον Όττο φον Μπίσμαρκ και η επακόλουθη δημιουργία ενός ισχυρού γερμανικού κράτους άλλαξε άρδην τις ισορροπίες της ηπειρωτικής Ευρώπης. Ένας γαλλογερμανικός πόλεμος ήταν επικείμενος, και η Ολλανδία όπως και το Βέλγιο θα έβρισκαν τα εδάφη τους στο διάβα του πολεμικού τυφώνα. Η Ολλανδία επέλεξε έτσι από νωρίς το δρόμο της συνεχούς ουδετερότητας. Διπλωματία με όλους, συμμαχία με κανέναν ήταν η ανεπίσημη εξωτερική πολιτική της χώρας.
Οι πολεμικές επιχειρήσεις στο δυτικό μέτωπο ξεκίνησαν στις 2 Αυγούστου 1914, όταν τα γερμανικά στρατεύματα κατέλαβαν το
Λουξεμβούργο και δύο μέρες αργότερα, στις 4 Αυγούστου εισέβαλαν στο Βέλγιο. Το γερμανικό επιτελείο είχε κινητοποιήσει 1,485.000 άνδρες και ακολούθησε το περιβόητο σχέδιο επίθεσης Σλίφεν, αλλά με σημαντικές τροποποιήσεις, αφού η γερμανική διοίκηση σεβάστηκε την ουδετερότητα της Ολλανδίας. Η Ολλανδία για να προστατέψει την ουδετερότητα της, κινητοποίησε ένα στρατό 200.000 ανδρών, με αυστηρές εντολές να διάγει άμυνα κατά μήκος των συνόρων της επικράτειας της και ακολούθως οι σιδηρόδρομοι της χώρας επιτάχθηκαν. Το επόμενο 48ωρο η πόλη της Λιέγης κατελήφθη από τους Γερμανούς, ενώ στις 20 Αυγούστου ο γερμανικός στρατός κατέλαβε τις Βρυξέλλες. Ο βελγικός στρατός είχε ηττηθεί και το μεγαλύτερο μέρος της χώρας ήταν υπό γερμανική κατοχή.
Η Βρετανία αναγνώρισε και αυτή την ουδετερότητα της Ολλανδίας. Η γερμανική εισβολή στο Βέλγιο προκάλεσε όμως πολιτική κρίση στην ουδέτερη χώρα. Μέχρι τον Οκτώβριο του 1914, δύο μήνες μετά την κατάληψη του Βελγίου, ένα εκατομμύριο πρόσφυγες, κυρίως Βέλγοι αλλά και Γάλλοι, είχαν περάσει τα σύνορα της Ολλανδίας, αναζητώντας εκεί καταφύγιο από τη λαίλαπα του πολέμου. Ο τεράστιος αριθμός προσφύγων και η ταχύτητα με την οποία οι τελευταίοι κατέφθαναν προκάλεσε μια πρωτοφανή ανθρωπιστική κρίση. Οι τοπικές αρχές και οι ιδιώτες, γρήγορα προσέφεραν αυθόρμητα καταλύματα και βοήθεια στους πρόσφυγες. Οι πρόσφυγες κατανεμήθηκαν σε όλη την επικράτεια της Ολλανδίας, για την αποφυγή του συνωστισμού στα σύνορα, αλλά και για την πρόληψη πιθανής εξάπλωσης ασθενειών. Το ολλανδικό σύστημα αρωγής των προσφύγων είχε λειτουργήσει αποτελεσματικά, αφού η χωρητικότητα των προσφερόμενων καταλυμάτων για τη διαμονή των προσφύγων ήταν μεγαλύτερη από το πλήθος τους. Πολλοί στρατιώτες των Συμμάχων επίσης, που είχαν αποκοπεί και είχαν παγιδευτεί πίσω από τον γερμανικό άξονα προέλασης, βρήκαν ένα ασφαλές καταφύγιο στην Ολλανδία, όπως άλλωστε και Γερμανοί ομόλογοι τους.
Η γερμανική αντιμετώπιση
Την άνοιξη του 1915 οι γερμανικές δυνάμεις κατοχής του Βελγίου ξεκίνησαν την κατασκευή του «Συρματοπλέγματος», μιας ηλεκτροφόρας
περίφραξης, τάσης 2.000 βολτ και μήκους τριακοσίων περίπου χιλιομέτρων κατά μήκος των συνόρων Βελγίου Ολλανδίας. Ο ηλεκτροφόρος φράκτης εκτεινόταν από τα περίχωρα της γερμανικής πόλης του Άαχεν μέχρι τις ακτές της Αμβέρσας. O φράχτης είχε ύψος από 1,8 μέτρα έως 3 μέτρα σε ορισμένα σημεία, και διέθετε πέντε έως δέκα γυμνά ηλεκτροφόρα σύρματα χαλκού, θανατηφόρα για όποιον επιχειρούσε να τα αγγίξει. Μια σειρά από καλύβες στέγαζε τις γεννήτριες, τους υπεύθυνους συντήρησης και τους φρουρούς. Συνήθως, δύο εξωτερικά αγκαθωτά συρματοπλέγματα, ένα σε κάθε πλευρά, σταματούσαν τα αδέσποτα ζώα ή προειδοποιούσαν τους ανθρώπους από το να έρχονται σε επαφή με την ηλεκτροφόρα περίφραξη. Επιπλέον υπήρχαν τακτές περιπολίες με Γερμανούς στρατιώτες, οι οποίοι είχαν εντολές να πυροβολούν ώστε να σκοτώσουν όσους επιχειρούσαν να περάσουν το φράχτη, ακόμα και αν αυτοί είχαν καταφέρει ήδη να περάσουν στο ουδέτερο ολλανδικό έδαφος.
Αξίζει να γίνει αναφορά στο ότι σημάνσεις και προειδοποιητικά κινδύνου ηλεκτροπληξίας εγκαταστάθηκαν, αλλά μόνο όταν αναφορές άρχισαν να έρχονται ότι άνθρωποι και ζώα πραγματικά πέθαιναν
στην προσπάθειά τους να περάσουν τον φράχτη. Αυτός έγινε γνωστός ως το “σύνορο του θανάτου” ή το “σύρμα διαβόλου” ή το “σύρμα του θανάτου”. Οι εκτιμήσεις αποδίδουν 2.000 έως 3.000 θανάτους από ηλεκτροπληξία στο ”συρματόπλεγμα του θανάτου”!
Σκοπός του συρματοπλέγματος
Μετά την κατάληψη του Βελγίου ο γερμανικός στρατός κατοχής, με το υπάρχον ανθρώπινο δυναμικό του, δεν θα μπορούσε να σφραγίσει αποτελεσματικά τα σύνορα μεταξύ Βελγίου και Ολλανδίας. Πολλοί άνθρωποι κατάφερναν αρχικά να διασχίζουν τα χιλιόμετρα των συνόρων με σχετική ευκολία. Μεταξύ αυτών ήταν εθελοντές για τον εξόριστο βελγικό στρατό, κατάσκοποι, λαθραίοι διανομείς αλληλογραφίας, μαχητές της βελγικής αντίστασης, λαθρέμποροι και κυρίως εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες. Το ηλεκτροφόρο συρματόπλεγμα ήταν η λύση ώστε να αποκλειστεί η μεθόριος οριστικά. Οι δυνάμεις κατοχής είχαν προσπαθήσει αρχικά να κλείσουν τα σύνορα με τις Κάτω Χώρες με την τοποθέτηση εμποδίων στους κεντρικούς δρόμους και διατηρώντας στρατιωτικές περιπόλους. Όλα αυτά απαιτούσαν όμως την ανάπτυξη και τη διατήρηση ενός σημαντικού αριθμού στρατιωτών. Το συρματόπλεγμα θα μείωνε δραστικά τον αριθμό αυτό και θα απελευθέρωνε πολύτιμους ανθρώπινους πόρους για τα λασπωμένα πεδία των μαχών.
Η Ολλανδία όντας επισήμως ουδέτερη δεν διαμαρτυρήθηκε για την ανέγερση του συρματοπλέγματος κατά μήκος των νότιων συνόρων της.
Ανακωχή και αποκατάσταση της συνοριακής διέλευσης
Αμέσως μετά την υπογραφή της ανακωχής στις 11 Νοεμβρίου 1918 οι μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας γύρω από το καλώδιο απενεργοποιήθηκαν. Τις ημέρες που ακολούθησαν την ανακωχή οι βελγικές αρχές αποφάσισαν όπως ήταν φυσικό, την οριστική καταστροφή του συρματοπλέγματος, αν και αυτό είχε διαλυθεί ήδη από τους ίδιους τους κατοίκους στην περισσότερη έκταση του. ”Το συρματόπλεγμα του θανάτου” είναι ορατό ακόμα σε κάποια σημεία των ολλανδό – βελγικών συνόρων ως υπενθύμιση της κτηνωδίας και της βαρβαρότητας του πολέμου, ακόμη και κατά όσων είναι άμαχοι.
Πηγές:
- http://www.dodendraad.org/
- http://www.greatwar.nl/
- http://hubpages.com/
- http://encyclopedia.1914-1918-online.net/
- http://www.eerstewereldoorlog.nu/
- https://www.reddit.com/r/TheGreatWarChannel