Ήταν Σάββατο βράδυ και είχα αποφασίσει να μείνω στο σπίτι παρά τις εξωτερικές πιέσεις. Οι φίλοι μου προτίμησαν να διασκεδάσουν σε ένα από αυτά τα φοιτητικά Rave parties που πεισματικά αποφεύγω αντιπαθώντας εκ φύσεως όλη την παρακμιακή αναβίωση της Underground ναρκωμένης διασκέδασης που φωνάζει από μακριά “κακή στιγμή των 80s” (από την άλλη θα μου πείτε, πόσες καλές στιγμές να συγκεντρώσει πια και η εποχή του Κιτς; Ας είναι.)
Με ιδιαίτερα καλή διάθεση και μισό φλιτζάνι καφέ για εφόδιο αποφάσισα να αξιοποιήσω την νυχτερινή μοναχικότητά μου και επέλεξα από την βιβλιοθήκη το μυθιστόρημα “για την αγάπη της γεωμετρίας” της Σώτης Τριανταφύλλου. Άναψα και ένα τσιγάρο και περιπλανήθηκα για ένα γόνιμο δίωρο στον κόσμο της συγγραφέως. Εξαιρετική γνώση της ιστορίας, καλοδουλεμένος λόγος, γόνιμη φαντασία, βάθος σκέψης, εν ολίγοις μία αξιολογότατη συγγραφέας της εποχής μας. Στα πλαίσια μίας πολιτισμένης δυτικής κοινωνίας θα περίμενε κανείς ότι η εν λόγω δημιουργός θα αντιμετωπιζόταν -εάν όχι με σεβασμό- τότε τουλάχιστον με θετικό ενδιαφέρον. Σε εκείνο το σημείο λοιπόν άρχισε ο νους μου να υπενθυμίζει ανάλγητα πόσο σκληρή κριτική της έχει ασκηθεί για το τίποτα. Και τι δεν έχει ακούσει η κυρία Τριανταφύλλου για την προσωπικότητά της. Ομοφοβική την ανεβάζουν, πράκτορα των Αμερικάνων την κατεβάζουν. Αριστεροί, δεξιοί, σοσιαλιστές, κομμουνιστές, φιλελεύθεροι όλοι κάτι έχουν να της προσάψουν! Και εάν δεν έχει κατηγορηθεί ακόμα και για το φαινόμενο του Θερμοκηπίου πιστεύω πως είναι θέμα χρόνου. (Ίσως αυτή τη στιγμή που γράφω αυτό το κείμενο κάποιος την κατηγορεί για την αρπαγή των γλυπτών του Παρθενώνα!) Η ίδια έχει δηλώσει πως αποτελεί μόδα η στοχοποίηση και πως κάθε φορά το θύμα είναι καινούργιο όταν μπαγιατέψει από άποψη ενδιαφέροντος το στοχοποιημένο πρόσωπο . Δεν είχε καθόλου άδικο. Λίγους μήνες πριν παρακολουθούσα με ευλάβεια στο YouTube μία άκρως ενδιαφέρουσα συζήτηση της σπουδαίας ποιήτριας, Κικής Δημουλά και ενώ εγώ προσωπικά βίωνα την πλήρη ταύτιση μαζί της και θαύμαζα το πηγαίο λογοτεχνικό της ταλέντο (πόσο δυνατό ποίημα το ” Πέρασα ” και πόσο επιτυχημένη η απαγγελία της κυρίας Δημουλά) διάβασα εν συνεχεία στα σχόλια ορισμένων χρηστών χαρακτηρισμούς που ούτε καν επιθυμώ να αναπαράγω για το πρόσωπό της. Υβρεολόγιο δίχως όριο. ” φασίστρια”, ” προδότρια”, ” Ευρωπροσκυνημένη”, ” Ποιήτρια των μνημονίων ” . Ήταν λίγοι από τους χαρακτηρισμούς που αποδόθηκαν στην Κική Δημουλά! Κάτι πάει λάθος με τον κόσμο σκέφτηκα αλλά αυτομάτως επαληθεύτηκε η αρχική μου σκέψη. Πως αυτή η επιθετική συμπεριφορά εις βάρος προσώπων της διανόησης δεν μας ήρθε ως κάτι καινούργιο. Συνέβη και με άλλα πρόσωπα στο πρόσφατο παρελθόν μας. Κορυφαίο παράδειγμα η περίπτωση με τον Μάνο Χατζιδάκι σε χρόνο προ διαδικτύου, όταν δέχτηκε εις βάρους του όλη τη χυδαιότητα της μεταπολιτευτικής Πασοκικής Ελλάδας που ο ίδιος θα ονόμαζε και θα καθιέρωνε τον όρο “Αυριανισμό”. Αποτελεί πλέον το 2016 μόνιμο ιντερνετικό φαινόμενο οι μαϊμουδίτσες του πραγματικού κόσμου να εκτονώνονται με ανάλογες -αυτή τη φορά ηλεκτρονικές συμπεριφορές- πριν επιστρέψουν σε κάποιο συνοικιακό καφενείο ή στον ξεχαρβαλωμένο καναπέ τους για να συνεχίσουν το τροπάρι τους. ( Πότε ήταν η τελευταία φορά που κοίταξαν και στη θέση του Internet τους χαιρέτισε κάποια εικόνα γηπέδου, ας μου εξηγήσει κάποιος!)
Πάντως ό,τι και να ισχύει το μόνιμο ” σοβαρό ” επιχείρημα που ρίχνει η μαϊμουδίτσα στο τραπέζι του διαλόγου είναι πως ” ο καλλιτέχνης οφείλει να αποτελεί πρότυπο “, ” το ήθος πάνω από όλα ” και ” η τέχνη πρέπει να είναι συλλογική και να αφυπνίζει τον λαό “. Η αυθόρμητη απάντηση που μου έρχεται να δώσω είναι πως ο συνομιλητής ξεστομίζει (ή γράφει) γελοιότατες ανοησίες. Με την ίδια λογική ο Προυστ θα έπρεπε αντί να γράφει στο κρεβάτι του να δουλεύει στη φάμπρικα, o Ντίκενς να ζητήσει ταπεινά συγνώμη από τους Τζαμαικανούς για ρατσιστική συμπεριφορά , ο Βιζυηνός να καταδικαστεί για παιδοφιλία, η Άννα Συνοδινού να θεωρηθεί μία κατάπτυστη ακροδεξιά μικροαστή θεατρίνα, ο Μίκης Θεοδωράκης να αντιμετωπίζεται ως πρώην κατάδικος και η λίστα του παραλογισμού συνεχίζεται.
Αντιλαμβάνομαι ωστόσο παρά την ειρωνική μου διάθεση ότι όλη αυτή η στάση σημαντικής μερίδας της κοινωνίας απέναντι στον πνευματικό κόσμο της χώρας έχει πολύ βαθύτερα αίτια από την φαινομενική ανάγκη ξεσπάσματος πάνω σε ένα πρόσωπο που ξεχωρίζει στα πλαίσιά της ,πολύ περισσότερο από τον Κώστα που δουλεύει στο περίπτερο και τη Μαρία που εργάζεται στο Video club της γειτονιάς. Το κοινωνικό μίσος οφείλεται ουσιαστικά στον φόβο της άναρχης αγέλης. Εξηγώ αμέσως τί εννοώ. Ο νεοέλληνας, όπως και οι περισσότεροι βαλκανικοί λαοί τρέμει στην πιθανότητα να μην υπάρχει κάποιος ικανότερος από τον ίδιο ώστε να τον καθοδηγήσει. Έτσι στην προσπάθειά του να βρει αρχηγό για το κοπάδι του, αναζητά συνεχώς είτε στο πρόσωπο του καλλιτέχνη, του συγγραφέα, του καθηγητή, είτε στου πολιτικού (τί έχουμε υποστεί από αυτό το σύνδρομο…) στοιχεία και αποδείξεις που να καθιστούν βέβαιη την αξία του και κατ επέκταση ορθή απόφαση την παράδοση του ηγετικού σκήπτρου. Οποιαδήποτε ένδειξη ότι ο πνευματικός άνθρωπος και ο πολιτικός ηγέτης δεν αποτελούν θεία πρόσωπα αλλά ανθρώπινες υπάρξεις με πάθη, αδυναμίες, διαφορετικές ιδέες, συμπλέγματα και σίγουρα κακές στιγμές, πανικοβάλλει τη προαναφερθείσα μαϊμουδίτσα που είναι μονίμως έτοιμη να βγάλει το περίστροφο της αρνητικής διαφήμισης και να αρχίζει να θερίζει. (Συνήθως αυτή η στάση της ερμηνεύεται από την ίδια ως απεριόριστη αγάπη για τη “ΠΑΤΡΙΔΑ”)
Από την άλλη πλευρά έχουμε και εκείνες τις περίφημες φθονερές υπάρξεις που όλοι γνωρίσαμε στα μαθητικά μας χρόνια. Πάντοτε πιστεύαμε ότι κάποια στιγμή θα αλλάξουν. Θα δουν το φως το αληθινό και δεν θα σκορπίζουν τόσο απλόχερα το μίσος τους στο σύμπαν. Λοιπόν, ξέρετε κάτι; Εξαπατηθήκαμε! Οι φθονερές υπάρξεις όχι μόνο δεν βελτιώθηκαν, τουναντίον, εξελίξανε ακόμα περισσότερο την μίζερη φύση τους. Είναι άκρως καθημερινοί άνθρωποι που ζουν δίπλα μας. Θα τους ακούσετε να ξεστομίζουν φράσεις του τύπου ” Η Μποφίλιου είναι άφωνη “, ” Ο Κραουνάκης δεν ξέρει μουσική “, ” Ο Νταλάρας χρειάζεται κρέμασμα “, ” Ο Θεοδωράκης είναι προδότης “, ” Όλοι οι σύγχρονοι ποιητές είναι ατάλαντοι ” κλπ. Οι συγκεκριμένοι άνθρωποι είτε πάσχουν από τον φόβο της ακυβερνησίας που προανέφερα είτε δεν μπορούν να ανεχτούν την ύπαρξη οποιουδήποτε τους ξεπερνάει. Γιατί είναι εύκολο κάποιος να βρίζει διαδικτυακά την Σώτη Τριανταφύλλου αλλά πέμπτη επανέκδοση βιβλίου δεν πρόκειται να πετύχει ποτέ στη ζωή του και το γνωρίζει καλύτερα από εμένα που αρθρογραφώ πιστεύοντας ότι πράττω κάτι χρήσιμο ενώ έχω καπνίσει ήδη μισό πακέτο Καρέλια. Συνήθως οι άνθρωποι που μονίμως κατηγορούν διακατέχονται και από τους δύο φόβους και σίγουρα περισσότερους τους οποίους προσωπικά δεν εντοπίζω στη παρούσα φάση του γραψίματός μου.
Εν κατακλείδι, επιθυμώ να καταλήξω μέσα από όλη αυτή τη μακροσκελή συλλογιστική σε ένα καθαρό συμπέρασμα συνοψίσεως. Το μίσος και η αποστροφή για το σπουδαίο αποτελεί ένα μόνιμο και έμφυτο πρόβλημα της επαρχιώτικης, κατά λάθος ορθόδοξης Ελλάδας της οποίας το κεντρικό ενδιαφέρον περιορίζεται σε διαμάχες εμφυλίου χαρακτήρα και μέσα σε όλα καταργεί ό,τι δύναται να αντιπαλεύει την μετριότητα του ανατολίτικου αντι-ευρωπαισμού που μας καταδιώκει.
Γνωρίζω ότι το κείμενό μου είναι μακροσκελές και έτσι ελπίζω να μη σας κούρασε τόσο ώστε να εγκαταλείψετε την ανάγνωσή του. Κατά τα άλλα κατανοώ ότι ο λόγος μου είναι για κάποιους ενοχλητικός και για άλλους διχαστικός. Δέχομαι αδιαμαρτυρήτως τις κατηγορίες και επιστρέφω στην ανάγνωση του βιβλίου μου χωρίς να με απασχολεί ιδιαιτέρως εάν συμφωνούμε. Ίσως να είναι χρήσιμο να γίνει λόγος σε ένα επόμενο άρθρο για όλες τις μέτριες συνήθειές μας. Σας χαιρετώ.
One Comment
ocelot
Bravo