Όπως αντιλαμβάνεστε και από τον τίτλο, το συγκεκριμένο άρθρο έχει άκρως λογοτεχνικό και φιλολογίζον ύφος. Όσοι δεν ενδιαφέρεστε για την ποίηση και την τέχνη καλύτερα να αποχωρήσετε διότι θα πλήξετε αφόρητα και ελάχιστα θα σας ενδιαφέρει ό,τι έχει γραφτεί. Όσοι αντιθέτως αγαπάτε τα βιβλία και πιστεύετε ότι οι λέξεις είναι κάτι πολύ περισσότερο από γράμμα πλάι σε γράμμα, τότε πιθανότατα να βρείτε την καταγραφή δέκα αγαπημένων μου ποιημάτων ενδιαφέρουσα και χρήσιμη αφορμή διαλόγου. Καλή ανάγνωση!
Υ.Γ. Η σειρά που επιλέχθηκαν τα ποιήματα είναι τυχαία. Οι ποιητές που “χρησιμοποιήθηκαν” περισσότερο από μία φορά είναι και οι προσωπικά αγαπημένοι μου.
Μίτλος Σαχτούρης, Ο Ελεγκτής
Ἕνας μπαξές γεμάτος αἷμα
εἶν’ ὁ οὐρανός
καί λίγο χιόνι
ἔσφιξα τά σκοινιά μου
πρέπει καί πάλι νά ἐλέγξω
τ’ ἀστέρια
ἐγώ
κληρονόμος πουλιῶν
πρέπει
ἔστω καί μέ σπασμένα φτερά
νά πετάω.
Γιατί το αγαπώ: Ο ποιητής κινούμενος στα δύσκολα μετεμφυλιακά χρόνια, αισθάνεται την ανάγκη επιστροφής σε αξίες και χαμένα ιδανικά. Μέσα από τις σκιές της ποίησης οδηγεί τον αναγνώστη σε αυτή την αναζήτηση της χαμένης ευαισθησίας και του ονείρου.
Οδυσσέας Ελύτης, Το Μονόγραμμα
Τόσο η νύχτα,τόσο η βοή στόν άνεμο
Τόσο η στάλα στόν αέρα,τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ’ουρανού με τ’άστρα
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή
Πού πιά δέν έχω τίποτε άλλο
Μές στούς τέσσερις τοίχους,τό ταβάνι,τό πάτωμα
Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου
Νά μυρίζω από σένα καί ν’αγριεύουν οί άνθρωποι
Επειδή τό αδοκίμαστο καί τό απ’αλλού φερμένο
Δέν τ’αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου
Να μιλώ γιά σένα καί γιά μένα. (απόσπασμα)
Γιατί το αγαπώ: Πρόκεται για το πιο αυθόρμητα ερωτικό ποίημα που έχω διαβάσει από Έλληνα ποιητή. Δέχεται πληθώρα ερμηνειών καθώς περιέχει τόσο το στοιχείο του ανεκπλήρωτου και του απαγορευμένου όσο και της απόλυτης λυρικής επικοινωνίας και στιγμιαίας συναισθηματικής πλήρωσης. Με τον θάνατο και τον χρόνο στον θρόνο του κόσμου, ο έρωτας βρίσκεται σε έξαρση και βιώνεται στα άκρα, ακριβώς όπως πρέπει να βιωθεί.
Κική Δημουλά, Πέρασα
Μίλησα πολύ. Στοὺς ἀνθρώπους,
στοὺς φανοστάτες, στὶς φωτογραφίες.
Καὶ πολὺ στὶς ἁλυσίδες.
Ἔμαθα νὰ διαβάζω χέρια
καὶ νὰ χάνω χέρια.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.
Ταξίδεψα μάλιστα.
Πῆγα κι ἀπὸ ἐδῶ, πῆγα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ…
Παντοῦ ἕτοιμος νὰ γεράσει ὁ κόσμος.
Ἔχασα κι ἀπὸ ἐδῶ, ἔχασα κι ἀπὸ κεῖ.
Κι ἀπὸ τὴν προσοχή μου μέσα ἔχασα
κι ἀπὸ τὴν ἀπροσεξία μου.
Πῆγα καὶ στὴ θάλασσα.
Μοῦ ὀφειλόταν ἕνα πλάτος. Πὲς πῶς τὸ πῆρα.
Φοβήθηκα τὴ μοναξιὰ
καὶ φαντάστηκα ἀνθρώπους.
Τοὺς εἶδα νὰ πέφτουν
ἀπὸ τὸ χέρι μιᾶς ἥσυχης σκόνης,
ποὺ διέτρεχε μιὰν ἡλιαχτίδα
κι ἄλλους ἀπὸ τὸν ἦχο μιᾶς καμπάνας ἐλάχιστης.
Καὶ ἠχήθηκα σὲ κωδωνοκρουσίες
ὀρθόδοξης ἐρημιᾶς.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη. (απόσπασμα)
Γιατί το αγαπώ: Η ποιήτρια διηγείται ολόκληρη την πορεία της ζωής της. Η Πολύχρονη εμπειρία την οδηγεί σε έναν προσωπικό απολογισμό ματαιότητας. Ενώ ο πεσιμισμός της και η σκοτεινή της διάθεση αποτελούν ευδιάκριτα στοιχεία της καταγραφής της, η ίδια τονίζει – πιθανά και με μία πικρή ειρωνική διάθεση- Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη αναγνωρίζοντας πως έζησε και ζει όπως αρμόζει σε έναν κατα βάση γκρίζο κόσμο. Το εν λόγω ποίημα αποτελεί ένα θαυμάσιο φιλοσοφικό κείμενο πλούσιο σε εικόνες, στοχασμό αλλά και απλό, άμεσο νόημα.
Κ.Π. Καβάφης, Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον
Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές—
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανωφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που χάνεις.
Γιατί το αγαπώ: Στο εν λόγω ποίημα υμνείται η σημασία της αξιοπρέπειας μπροστά στις απώλειές μας. Ο Καβάφης παρουσιάζει τον Αντώνιο τη στιγμή που συνειδητοποιεί ότι ο Θεός του τον εγκαταλείπει και ο μυστικός Θίασος αποχαιρετά οριστικά την Πόλη. Ο μεγάλος στρατιωτικός έχει επίγνωση της ήττας του αλλά αντί να θρηνήσει και να δειλιάσει όπως θα έπραττε ένας λιπόψυχος άνθρωπος μπροστά στη μοίρα του, εκείνος επιλέγει να παραμείνει ατάραχος διαφυλάσσοντας έτσι την αξιοπρέπειά του. Το έργο του Καβάφη χαρακτηρίζεται από καθολικότητα νοήματος και έναν εξαιρετικά έμμεσο διδακτισμό που όχι μόνο δεν ενοχλεί αλλά γοητεύει τον αναγνώστη.
Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ, Η ανορεξία της ύπαρξης
Δεν πεινάω, δεν πονάω, δεν βρωμάω
ίσως κάπου βαθιά να υποφέρω και να μην το ξέρω
κάνω πως γελάω
δεν επιθυμώ το αδύνατο
ούτε το δυνατό
τα απαγορευμένα για μένα σώματα
δεν μου χορταίνουν τη ματιά.
Τον ουρανό καμιά φορά
κοιτάω με λαχτάρα
την ώρα που ο ήλιος σβήνει τη λάμψη του
κι ο γαλανός εραστής παραδίνεται
στη γοητεία της νύχτας.
Η μόνη μου συμμετοχή
στο στροβίλισμα του κόσμου
είναι η ανάσα μου που βγαίνει σταθερή.
Αλλά νιώθω και μια άλλη
παράξενη συμμετοχή∙
αγωνία με πιάνει ξαφνικά
για τον ανθρώπινο πόνο.
Απλώνεται πάνω στη γη
σαν τελετουργικό τραπεζομάντιλο
που μουσκεμένο στο αίμα
σκεπάζει μύθους και θεούς
αιώνια αναγεννιέται
και με τη ζωή ταυτίζεται.
Ναι, τώρα θέλω να κλάψω
αλλά στέρεψε ως και των δακρύων μου η πηγή.
Γιατί το αγαπώ: Η ποιήτρια αντιλαμβάνεται ότι κάπου τελειώνει το μονοπάτι της ζωής της και προχωρά σε μια εξομολόγηση, σχεδον ημερολογιακού χαρακτήρα. Συνειδητοποιεί ότι δεν δύναται πια να γνωρίζει ούτε η ίδια ακριβώς σε ποια συναισθηματική κατάσταση βρίσκεται, τί έχει πραγματικά ανάγκη, ποιός την ορίζει και τί είναι αυτό που την βασανίζει και αν. Παρακολουθεί μόνο τον εαυτό της και τον κόσμο που γνώρισε γύρω της να καταρρέουν. Ό,τι περισσεύει τελικά είναι η απάθεια που μπορεί να βιώνει όταν οι επιθυμίες, – ακόμα και τα δάκρυα- έχουν πλέον στερέψει.
Γιώργος Σεφέρης, Ελένη
Δακρυσμένο πουλί,
στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη
που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα,
άραξα μοναχός μ’ αυτό το παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως αυτό είναι παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι δε θα ξαναπιάσουν
τον παλιό δόλο των θεών∙
αν είναι αλήθεια
πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια,
ή κάποιος άλλος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη
ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος, που ωστόσο
είδε ένα Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια,
δεν το ‘χει μες στη μοίρα του ν’ ακούσει
μαντατοφόρους που έρχουνται να πούνε
πως τόσος πόνος τόση ζωή
πήγαν στην άβυσσο
για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη. (απόσπασμα)
Γιατί το αγαπώ: Πρόκειται για ένα ποίημα με ιστορικό υπόβαθρο και αντιπολεμικό χαρακτήρα. Ο Σεφέρης αφορμάται από τον μύθο της ωραίας Ελένης, κάνει μία τίμια αναφορά στο ζήτημα της Κύπρου και καταλήγει να καταγγέλει έμμεσα το παράλογο και την ματαιότητα του πολέμου.
Γιάννης Ρίτσος, Η Σονάτα του σεληνόφωτος
Τό ξέρω πώς καθένας μονάχος πορεύεται στόν ἔρωτα,
μονάχος στή δόξα καί στό θάνατο.
Τό ξέρω. Τό δοκίμασα. Δέν ὠφελεῖ.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Τοῦτο τό σπίτι στοίχειωσε, μέ διώχνει —
θέλω νά πῶ ἔχει παλιώσει πολύ, τά καρφιά ξεκολλᾶνε,
τά κάδρα ρίχνονται σά νά βουτᾶνε στό κενό,
οἱ σουβάδες πέφτουν ἀθόρυβα
ὅπως πέφτει τό καπέλο τοῦ πεθαμένου ἀπ’ τήν κρεμάστρα στό
σκοτεινό διάδρομο
ὅπως πέφτει τό μάλλινο τριμμένο γάντι τῆς σιωπῆς
ἀπ’ τά γόνατά της
ἤ ὅπως πέφτει μιά λουρίδα φεγγάρι στήν παλιά,
ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα. (απόσπασμα)
Γιατί το αγαπώ: Ένα από τα σπουδαιότερα ποιήματα της σύγχρονης ελληνικής ποίησης. Ένα άκρως θεατρικό κείμενο, απολογισμός ζωής, αναφορά στην έννοια του χρόνου, του θανάτου και της περασμένης ζωής. Ποιοί είμαστε, πώς ζήσαμε, πώς οδεύουμε προς το τέλος; Η ανάλυση του συγκεκριμένου ποιήματος θα μπορούσε να έχει την έκταση πολλών σελίδων.
Κ.Π. Καβάφης, Η Πόλις
Είπες· «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·
κ’ είν’ η καρδιά μου — σαν νεκρός — θαμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.
Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.»
Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού — μη ελπίζεις—
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες.
Γιατί το αγαπώ: O Kαβάφης εδώ αναφέρεται αορίστως σε μία ανώνυμη Πόλη που συμβολίζει έναν τόπο εγκλωβισμού, απογοήτευσης και φθοράς. Ουσιαστικά κάνει μία αναφορά στην μοίρα του ανθρώπου να καταδιώκεται από τον ίδιο του τον εαυτό , ο οποίος τον ορίζει, τον ακολουθεί και τον ψέγει για όσα δεν μπορεί να αλλάξει. Υπάρχει και μία άλλη πόλη που συμβολίζει την αλλαγή, εκεί όπου ο άνθρωπος θα μπορούσε να ζει απαλλαγμένος από τα λάθη και τα πάθη του όμως η Πόλις πάντα τον ακολουθεί οδηγώντας σε αδιέξοδο. Το περιεχόμενο του συγκεκριμένου ποιήματος θα μπορούσε να αποτελεί και μία εξομολόγηση του δράματος που βίωνε ο ποιητής εξαιτίας της ομοερωτικότητάς του, κατάσταση απαγορευμένη στην κοινωνία της εποχής του.
Κική Δημουλά, Σκόνη
Κάθεται στόν καθρέφτη μου,
δικός της, τῆς τόν χάρισα.
Χέρσο πράμα, τί νά τό ‘κανα;
Ἔπαψα νά καλλιεργῶ τά πρόσωπά μου ἐκεῖ μέσα,
δέν ἔχω ὄρεξη νά ὀργώνω ἀλλαγές
καί νά διπλασιάζομαι ἀλλιώτικη.
Τήν ἀφήνω νά κάθεται
τήν ἀφήνω νά ἔρχεται
μέ τό τσουβάλι νά ἔρχεται
τήν ἀφήνω νά χύνεται ἀπάνω μου
σάν ἀλεσμένη διήγηση μεγάλης ἱστορίας,
τήν ἀφήνω νά ἔρχεται γρήγορα γρήγορη
σάν χρόνος πού γυμνάστηκε
πιό γρήγορα νά τρέχει ἀπ’ ὅσο τρέχει
καί κάθεται βαριά μπατάλα σκόνη,
τήν ἀφήνω νά κάθεται, χρονίζει,
μπατάλα μέ σκεπάζει, τήν ἀφήνω
νά μέ σκεπάζει τήν ἀφήνω
μέ σκεπάζει
νά μέ ξεχνᾶς τήν ἀφήνω
νά μέ ξεχνᾶς ἀφήνω
μέ ξεχνᾶς
νά μέ ξεχνᾶς
σέ ἀφήνω
γιατί δέν τά ἀντέχω τά τινάγματα
τοῦ μέσα βίου ἔξω.
Γιατί το αγαπώ: Kατά την προσωπική μου εκτίμηση αποτελεί -εάν όχι το σημαντικότερο- τότε αναμφισβήτητα ένα από τα σημαντικότερα ποιήματα της σύγχρονης ελληνικής γραμματείας! Η ποιήτρια χτίζει μία σκοτεινή, ερωτηματική ατμόσφαιρα του παραλόγου και μέσα από λεκτικές ακροβασίες, υπερρεαλιστικό λόγο, σαρκαστική και ειρωνική διάθεση καταπιάνεται με το σκληρό ζήτημα της απώλειας, του θανάτου, της λήθης και του άσβεστου χρόνου. Έργο βαθέως περιεχομένου, διαδραματίζεται στο εσωτερικό περιβάλλον και κινείται, -όπως συνηθίζεται στην ποίηση της Κικής Δημουλά- πάνω σε φιλοσοφικούς άξονες. Εξαιρετικό!
Τίτος Πατρίκιος, Η σάρκα
Η σάρκα μου
πάντα πονάει στα χτυπήματα
πάντοτε χαίρεται στα χάδια.
Ακόμα τίποτα δεν έμαθε
Γιατί το αγαπώ: Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί Χαϊκού. Μέσα σε λίγους στίχους ο ποιητής κατορθώνει να καταγράψει μία σκληρή πραγματικότητα μεγάλου βάρους. Αρκεί ώστε να θεωρώ το ποίημα αξιόλογο.
Αυτά ήταν δέκα από τα πιο αγαπημένα μου ποιήματα. Είμαι βέβαιος πως εάν δημιουργούσα μία νέα λίστα θα αναφερόμουν σε αλλα ποιήματα που θαυμάζω εξίσου με κάποια που ήδη κατέγραψα.
Υ.Γ. Φιλική συμβουλή: Πριν αρχίσετε να γράφετε ποιήματα, διαβάστε πρώτα ποίηση. Δεν είναι ντροπή. Ανοίξτε όσα βιβλία περισσότερα μπορείτε. Γεμίστε την βιβλιοθήκη σας! Ένας καθηγητής δεν δύναται να διδάξει εάν δεν σπουδάσει πρώτα στο πανεπιστήμιο το αντικείμενό του. Έτσι και ο νέος ποιητής δεν μπορεί να γράψει αξιόλογο ποίημα εάν πρώτα δεν γνωρίσει την λογοτεχνία. Το γλωσσικό ταλέντο αποτελεί απλώς το πρώτο εφόδιο. Η γνώση και η αναγνωστική εμπειρία θα αναδείξουν όμως πραγματικά αξιόλογα μελλοντικά κείμενα.