Ο Άνθρωπος από τη Γαλιλαία αποτελεί το τελευταίο έργο του ποιητή Ηλία Λάγιου και εκδόθηκε μόλις ένα χρόνο πριν τον πρόωρο θάνατο του, το 2005. Πρόκειται για ένα βαθιά λυρικό ποιητικό σύνθεμα, βαθιά ανθρώπινο, με έντονη συγκινησιακή δύναμη.
Το τελευταίο πόνημα του συγγραφέα συγκλονίζει με την έντονη γλωσσική του δύναμη και τις φορτισμένες εικόνες, παρμένες από τον βίο του Ιησού. Η ποιητική πορεία του Ηλία Λάγιου, μίας από τις σημαντικότερες μορφές της μεταπολιτευτικής ελληνικής ποίησης, συμπληρώνεται και φτάνει στην κορύφωση της μέσα στο συγκεκριμένο χριστολογικό ποίημα. Το ύφος, έντονα λυρικό, και η στιχουργική αρτιότητα του συνθέματος αποδίδουν στο μέγιστο βαθμό τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ποίησης του Λάγιου, ο οποίος αποτέλεσε μία από τις σπάνιες λυρικές φωνές της σύγχρονης νεοελληνικής ποίησης.
Η μορφή του Ιησού Χριστού χρησιμοποιείται από τον ποιητή ως μια μυθική μορφή, σκηνές από τον βίο της οποίας μπορούν να αποδώσουν τους προβληματισμούς του μεταπολεμικού υποκειμένου σε όλη τους την ένταση. Ο Ιησούς του Ηλία Λάγιου είναι ένας Ιησούς βαθιά ανθρώπινος και όχι θεϊκός. Μια μορφή του Ιησού που αν και αναδύεται μέσα από τα ίδια τα θρησκευτικά κείμενα, είναι αρκετά απομακρυσμένη από την εικόνα που έχει ο Χριστός στη χριστιανική συνείδηση.
Πρόκειται για ένα έργο που συνδιαλέγεται έντονα τόσο με την ελληνική λογοτεχνική παράδοση, και ιδιαίτερα με τον Οδυσσέας Ελύτη, όσο και με τη θρησκευτική παράδοση και τα εκκλησιαστικά κείμενα και πιο συγκεκριμένα τα Ευαγγέλια αλλά και τα πατερικά κείμενα. Ο λογοτέχνης συνδιαλέγεται με την χριστιανική παράδοση την οποία ωστόσο αντικατοπτρίζει στους προβληματισμούς του νεωτερικού υποκειμένου και συγκεκριμένα του σύγχρονου Έλληνα μεταμφυλιακού ποιητή, που προσπαθεί να αποδώσει τη συγκρουσιακή εσωτερική του κατάσταση, παλεύοντας ταυτόχρονα με μία βαθιά ποιητική παράδοση.
Ενδεικτικό της στιχουργικής ικανότητας και του λυρισμού του Λάγιου, το παρακάτω απόσπασμα που αναφέρεται στη Μαρία τη Μαγδαληνή:
Απ’ το σκοτάδι το πυκνό, τερπνά νερά αξημέρωτα,
να χύνουνται σα λειτουργία προς τ’ αυγινό τ’ αστέρι,
χαίρονται με τη νιότη τους και παίζουν με τον έρωτα,
στη δροσινή, στη θερμική, σε λαύρας μεσημέρι.
που ένα κρατεί στα μάτια της, και χίλια μύρια λήγει τα,
προβαίνει η κόρη της ντροπής με στάμνα μυροφόρο,
όσα κατέχει το κορμί δε μίλησαν τ’ αξήγητα,
κι είν’ το βυζί της προσφορά, κι ειν’ η κοιλιά της δώρο.
Οι σκέψεις, οι συνδέσεις, οι προσταγές συνανάγνωσης είναι τόσες πολλές που καθιστούν τον αναγνώστη μέτοχο στη διαδικασία της ποιητική παραγωγής, επιτρέποντάς του να εξετάσει από άλλο πρίσμα, όχι τα ζητήματα της θρησκείας, αλλά τους προσωπικούς του εσωτερικούς προβληματισμούς.