Φέτος την Άνοιξη συμπληρώνονται εκατό χρόνια, δηλαδή ένας ολόκληρος αιώνας, από την κυκλοφορία της ποιητικής συλλογής Νηπενθή από τον κορυφαίο ποιητή του Μεσοπολέμου, τον Κώστα Καρυωτάκη. Δεν υπάρχει καταλληλότερη περίοδος από μία περίοδο ανοιξιάτικου εγκλεισμού για να αφήσει κανείς την ποίηση του Καρυωτάκη να λειτουργήσει ως νηπενθές φάρμακο, μέσα από τους βαθιά ανθρώπινους στίχους της.
Η συγκεκριμένη συλλογή, βραβευμένη με το δεύτερο βραβείο στον Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό αποτελεί την συλλογή που καθιέρωσε το ποιητικό ύφος του Καρυωτάκη, το οποίο σημάδεψε τη γενιά των ποιητών της δεκαετίας του 1920 και επέδρασε σημαντικά στις επόμενες γενιές Ελλήνων λογοτεχνών.
Ο ποιητής, μας εισάγει στην συλλογή του με έναν πρόλογο παρμένο από τον Charles Baudelaire ο οποίος νοηματοδοτεί ολόκληρη τη συλλογή και συνταράσσει τον αναγνώστη με την τελευταία φράση του:
Η κούνια μου ακουμπούσε στη βιβλιοθήκη, Βαβήλ σκοτεινόν, όπου μυθιστόρημα, επιστήμη, μυθολογία, τα
πάντα, η λατινική τέφρα και η ελληνική σκόνη, ανακατευόσαντε. Δεν ήμουν μεγαλύτερος από ένα βιβλίο.
Δύο φωνές μου μιλούσαν. Η πρώτη, ύπουλη και σταθερή, έλεγε: «Η Γη είναι ένα γλύκισμα ωραίο· μπορώ (και η
ευχαρίστηση σου θα ‘ναι τότε χωρίς τέλος!) να σου δώσω μιαν όρεξη παρόμοια μεγάλη». Και η δεύτερη: «Έλα!
ω, έλα στο ταξίδι των ονείρων, πέρα από το δυνατό, πέρα από το γνωρισμένο!». Και η φωνή αυτή ετραγουδούσε
όπως ο άνεμος στις ακρογιαλιές, φάντασμα που κλαυθμυρίζει και κανείς δεν ξέρει πούθε ήρθε, που χαϊδεύει το
αυτί κι όμως τρομάζει. Σου απάντησα: «Ναι! γλυκιά φωνή!».
Από τότε κρατάει αυτό που μπορεί, αλίμονο! να ειπωθεί πληγή μου και πεπρωμένο μου. Πίσω από τις
σκηνοθεσίες της απεράντου υπάρξεως, στο μελανότερο της αβύσσου, βλέπω καθαρά κόσμους παράξενους, και,
θύμα εκστατικό της οξυδέρκειάς μου, σέρνω φίδια που μου δαγκάνουν τα πόδια. κι από εκείνο τον καιρό αγαπώ
τόσο τρυφερά, καθώς οι προφήτες, την έρημο και τη θάλασσα, γελώ στα πένθη κλαίω στις γιορτές, βρίσκω μια
γεύση γλυκιά στο πικρό κρασί, νομίζω πολλές φορές για ψέματα τις αλήθειες, και, με τα μάτια στον ουρανό,
πέφτω σε γκρεμούς.
Αλλά η Φωνή με παρηγορεί και λέει: «Κράτησε τα όνειρά σου· οι συνετοί δεν έχουν έτσι ωραία σαν τους
τρελούς!»
Οι δύο φωνές που που τόσο δραματικά περιγράφει ο Baudelaire δεν παύουν να ακούγονται σε ολόκληρο το έργο του Καρυωτάκη κατευθύνοντας τον ποιητή σε μία αυτοαναφορική ποιητική έκφραση που, ωστόσο, δεν περιορίζεται από την αυτοαναφορικότητά της και δεν αποτελεί μόνο ποίηση ποιητικής αλλά και έκφρασης του βάθους του ψυχισμού του ομιλούντος αλλά και της κριτικής, ειρωνικής, οξυδερκούς ματιάς του ποιητή.
Η συλλογή χωρίζεται σε 4 τμήματα εκ των οποίων τα τρία φέρουν τους τίτλους “Πληγωμένοι Θεοί”, “Η Σκιά των Ωρών”, “Νοσταλγικά” ενώ το τέταρτο τμήμα περιλαμβάνει μεταφράσεις. Οι πρώτοι στίχοι του πρώτου ποιήματος του “Πληγωμένοι Θεοί” μας εισάγει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στα “Νηπενθή” μέσα από τα πρώτα δείγματα αυτοαναφορικότητας:
“Δικά μου οι στίχοι, απ’ το αίμα μου, παιδιά.
Μιλούνε, μα τα λόγια σαν κομμάτια
τα δίνω από την ίδια μου καρδιά,
σα δάκρυα τους τα δίνω από τα μάτια”
Σαφώς, ο σωματοποιημένος λόγος με τον οποίο ο ποιητής περιγράφει την κατάθεση ψυχής του μέσα στο έργο του δεν μπορεί παρά να συγκινήσει τον αναγνώστη και να τον κάνει να αισθανθεί την νηπενθή επίδραση της ανθρώπινης ψυχικής και πνευματικής, διαχρονικής επικοινωνίας μέσω της ποίησης.