Μπορεί να σου φανεί παράδοξο μα μου αρέσει να συλλέγω αναμνήσεις. Να τις σφραγίζω κάτω από τα βλέφαρά μου. Να τοποθετώ νοερά κατά σειρά προτίμησης στιγμές μικρές, λέξεις κι εικόνες ανεπαίσθητες και αδιάφορες για τους άλλους που-ανεξήγητο το γιατί-χαράχτηκαν επάνω στην επιφάνεια της μνήμης μου…
Κάποιες φορές έρχονται με την μορφή ευγενικής χορηγίας από ανθρώπους που ξέρω κι άλλοτε μου χαρίζονται ως αναπάντεχα δώρα από διάττοντες αστέρες που διασχίζουν και χάνονται στον βαθυγάλαζο ουρανό της ζωής μου.
Ανάμεσά τους κι εσύ, ένα ουράνιο σώμα που χρωμάτισε με τις αστρικές ρανίδες του την ημέρα μου και άφησε το στίγμα του κατά μήκος εκείνης της Δευτέρας.
Θυμάμαι πόση ένταση έκρυβαν επιμελώς εκείνες οι στιγμές που μας δάνεισε ο χρόνος…. Σε ένιωθα να γεύεσαι την σιωπή μου με μια σχεδόν θρησκευτική ευλάβεια. Το χαμόγελό μου το αποδεχόσουν με μια ακόρεστη δίψα ψυχής. Κι όσο περνούσαν τα ανήλεα λεπτά, σχεδόν με άγγιζες με την απόγνωσή σου για την επικείμενη ώρα του αποχωρισμού μας… Αλλά η ανυπέρβλητη στιγμή που σε μετέτρεψε σε προσφιλή ανάμνηση ήρθε όταν σου ψέλλισα εκείνο το «αντίο».
«Ακινητοποιημένος» στην θέση του συνοδηγού, είχες στυλώσει το ανυπεράσπιστο βλέμμα σου προς την μεριά μου και σαν άλλος ζωγράφος αποτύπωνες στην μνήμη σου το περίγραμμά μου για μελλοντική χρήση επάνω στον καμβά. Εκείνες οι δυο πράσινες λίμνες με παρακαλούσαν να κάνω κάτι ώστε να τεθεί ο χρόνος σε καταστολή λειτουργίας για να αναπνεύσεις λίγες στιγμές αθανασίας ακόμη στο πλευρό μου… παρ’ όλα αυτά έφυγες παίρνοντας την θωριά μου μέσα σου…
Δεν σε ξέρω και δεν θα σε μάθω ποτέ. Ήσουν μια μικρή πινελιά στον ορίζοντα που φιλοτεχνώ ενόσω ακροπερπατώ στο χείλος της ζωής. Μα το βλέμμα σου το ονειρικό που αγκάλιασε σφιχτά εμένα, μιαν άγνωστη, εξακολουθεί να κοσμεί μια γωνιά του μυαλού μου… και θα είναι παράδειγμα προς μίμηση για τον μέλλοντα και εφιάλτης ονείδους για τον παρελθοντικό…
Κι ας ήρθες σαν φευγαλέα αστραπή, σαν πυροτέχνημα 4ης Ιουλίου….