Ο σκηνοθέτης Antoine Fuqua επανενώνεται με τους Denzel Washington και Ethan Hawke 15 ολόκληρα χρόνια μετά την ασύλληπτη ερμηνεία του πρώτου στην Ημέρα Εκπαίδευσης, προσπαθώντας να αναβιώσει το κλασικό είδος του γουέστερν με μια «έτοιμη» συνταγή που δοκίμασε ο John Sturges το 1960 και, φυσικά, ο εμπνευστής της Akira Kurosawa (σε ιαπωνικά πρότυπα) το 1954. Στη “συνταγή” προστίθενται κι άλλα μεγάλα ονόματα του Χόλιγουντ. Το καστ, ένας κι ένας. Τα φόντα υπήρχαν και με το παραπάνω. Το αποτέλεσμα; Ναι μεν, αλλά…
Και οι 7 ήταν υπέροχοι (2016) – Γουέστερν, 128΄
Σενάριο: Nic Pizzolatto & Richard Wenk
Σκηνοθεσία: Antoine Fuqua
Πρωταγωνιστούν: Denzel Washington, Chris Pratt, Ethan Hawke
Το κόνσεπτ γνωστό, για όσους έχουν ακουστά τις δύο προηγούμενες ταινίες αλλά και αρκετούς άλλους. Ένα χωριό στην Άγρια Δύση λεηλατείται βάναυσα, αυτή τη φορά όχι από συμμορία ληστών άλλα από ένα ζάπλουτο επιχειρηματία που το έχει βάλει στο μάτι γιατί θέλει να εκμεταλλευτεί το υπέδαφός του. Όταν αυτός φεύγει δίνοντας διορία τριών εβδομάδων στους κατοίκους να συμφωνήσουν με τους όρους του ή να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, αυτοί, με πρωτοβουλία μιας γυναίκας (Haley Bennett) της οποίας ο σύζυγος δολοφονήθηκε, αποφασίζουν να προσλάβουν επτά (τόσους κατόρθωσαν να πείσουν, για την ακρίβεια) ικανούς πιστολέρο για να υπερασπιστούν τον τόπο τους.
Σε σχέση με την ταινία του 1960, οι Υπέροχοι Επτά του Fuqua είναι πολύ πιο ετερόκλητοι. Ένας έγχρωμος εκπρόσωπος του νόμου (Washington), ένας χαρτοπαίκτης (Pratt), ένας Νότιος βετεράνος του Εμφυλίου (Hawke), ένας Ασιάτης (Lee) ειδικός στα μαχαίρια, ένας Μεξικανός παράνομος (Garcia-Ruffo), ένας Ινδιάνος (Sensmeier) και μια… αρκούδα με ρούχα ανθρώπου (D’Onofrio). Τουλάχιστον τους ξεχωρίζεις εύκολα… Πάντως, οι χαρακτήρες εξακολουθούν να είναι βασισμένοι στους αυθεντικούς 7 υπέροχους, ως προς κάποιες από τις ιδιότητες και τις ικανότητές τους αλλά και το ρόλο που αναλαμβάνουν στην ομάδα.
Αν και θεωρητικά γουέστερν με αρκετή δράση και μπόλικες σκηνές μάχης, η αρχική ταινία ήταν αρκετά υπαρξιακή και εστίαζε αρκετά στις φιλοδοξίες, τα όνειρα και τις ανησυχίες των επτά υπέροχων, αλλά και των κατοίκων του χωριού, ακόμη και των ληστών. Εδώ δεν το βλέπουμε αυτό, τουλάχιστον στο ίδιο επίπεδο. Η εξέλιξη είναι πολύ πιο αβανταδόρικη, με τις μάχες να μονοπωλούν το ενδιαφέρουν και μια υφέρπουσα δόση χιούμορ, χωρίς να βαραίνει ποτέ ιδιαίτερα το κλίμα. Αυτό από τη μία κάνει το έργο να στερείται ιδιαίτερης σοβαρότητας και κύρους, από την άλλη όμως βλέπεται πιο ευχάριστα, αβασάνιστα και δεν κουράζει.
Η ύπαρξη πολλών πρωταγωνιστικών χαρακτήρων δεν επιτρέπει στο αξιόλογο καστ να αναδείξει τις ικανότητές του, αν και οι βασικές ερμηνείες είναι ικανοποιητικές. Η προσθήκη μιας γυναίκας ως «αναπληρωματική» της ομάδας των επτά δεν προσθέτει τίποτα στο τελικό αποτέλεσμα και πιθανότατα έγινε απλά για να λέμε ότι έχουμε και μια θηλυκή παρουσία στο έργο. Τα εύσημα, πάντως, πρέπει να αποδοθούν στον Fuqua για την εξαιρετική σκηνοθεσία του, που κατορθώνει ταυτόχρονα να μείνει πιστή στο πνεύμα των παλιών καλών γουέστερν αλλά μ΄ ένα τρόπο που φαίνεται σύγχρονος και δεν ξενίζει το θεατή που δεν είναι φαν των παλιών αυτών ταινιών.
Αυτή η μίξη του παλιού και του νέου είναι άλλωστε και ο βασικός λόγος ύπαρξης της ταινίας. Αναλαμβάνοντας ένα είδος που έχει ξεπέσει τα τελευταία χρόνια, το γουέστερν, ο Fuqua επιχειρεί μια «επιστροφή στο μέλλον», χρησιμοποιώντας ένα σενάριο-διαμάντι του «ένδοξου» για το είδος του παρελθόντος και μεταφέροντάς το στην οθόνη έτσι ώστε να αποδείξει ότι το γουέστερν μπορεί να σταθεί επάξια στη σύγχρονη κινηματογραφική πραγματικότητα. Με τίμημα, όμως, να φτιάξει απλώς μια καλογυρισμένη ταινία, που βλέπεται ευχάριστα από λάτρεις του γουέστερν και μη, αλλά δε μπορεί να θεωρηθεί ως η απαρχή μιας αναβίωσης –αν και έφερε νέο κοινό σε επαφή με το είδος- ούτε ως μια ταινία που θα θυμόμαστε για χρόνια (όπως ο προκάτοχός της). Τουλάχιστον απέδειξε πως αν έχεις τους κατάλληλους συντελεστές κι ένα καλό σενάριο δεν υπάρχει κανένας λόγος να μη δοκιμάσεις την τύχη σου… στην Άγρια Δύση.
Αξιολόγηση: 7/10