Τίτλοι τέλους στην καριέρα ενός από τους σπουδαιότερους ποδοσφαιριστές της σύγχρονης εποχής. Ο λόγος για τον Στίβεν Τζέραρντ που αποφάσισε να αποσυρθεί από την ενεργό δράση και μαζί να φέρει και το τέλος μιας εποχής.
Αγωνίστηκε στο «λιμάνι» (του) από το 1998 έως και το 2015, δηλαδή 17 ολόκληρες σεζόν. Με τη φανέλα των «reds» αγωνίστηκε 708 φορές, πέτυχε 186 γκολ και έδωσε πάνω από 100 ασίστ. Πήρε ένα Champions League, ένα UEFA, δύο Κύπελλα Αγγλίας, τρία Λιγκ Καπ και δύο Ευρωπαϊκά Super Cup. Βγήκε τρίτος στη Χρυσή Μπάλα το 2005, UEFA Player of the Year την ίδια χρονιά, παίκτης της χρονιάς στην Αγγλία το 2009, καλύτερος νέος παίκτης το 2001, οκτώ φορές στην καλύτερη ενδεκάδα της χρονιάς, τρεις φορές στην καλύτερη ενδεκάδα της UEFA. Σε όλους τους τελικούς που αγωνίστηκε έβαλε γκολ και τους κέρδισε μαχόμενος στην πρώτη γραμμή όντας στους περισσότερους και αρχηγός. Πήρε λοιπόν τα πάντα, ή μάλλον σχεδόν τα πάντα. Προσωπικά στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν κοιτάω τους τίτλους και τις διακρίσεις. Στα μάτια των περισσότερων φιλάθλων είναι ένας ήρωας. Για μένα όμως είναι ο μεγαλύτερος ποδοσφαιρικός αντιήρωας (εξάλλου αυτοί είναι και οι αγαπημένοι μου). Δεν υπήρχε κάτι στο γήπεδο που να μην μπορούσε να κάνει. Να τρέξει, να μαρκάρει, να κόψει και να κάνει τάκλινγκ σαν αμυντικός μέσος. Να πασάρει σαν τα παλιά καλά «δεκάρια», όπως το απαιτεί η κάθε φάση. Να ντριμπλάρει σαν εξτρέμ, να εκτελέσει σαν επιθετικός λες κι είναι γεννημένος «killer».
Ποιος δεν θα ήθελε να είναι σαν αυτόν και να έχει την ίδια καριέρα; Όλοι. Όχι κανένας. Γιατί; Γιατί απλά δεν θα τόλμαγαν να κάνουν αυτά που έκανε για να τα πετύχει όλα αυτά. Οι περισσότεροι θα πουν ότι γεννήθηκε με αυτό το τεράστιο ταλέντο και το ήθελε η μοίρα. «Θα μπορούσα και εγώ να τα κάνω όλα αυτά αν ο Θεός μου έδινε και εμένα αυτό το χάρισμα». Η εύκολη απάντηση. Μόνο που τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι αλλά «λίγο» διαφορετικά. Το μεγαλείο αυτού του ανθρώπου δεν ήταν κληρονομικό αλλά «πληρώθηκε» ακριβά. Πληρώθηκε βράδυ με το βράδυ, ξημέρωμα με το ξημέρωμα, σουτ με το σουτ. Μέρα με τη μέρα, προπόνηση με την προπόνηση ανακάλυπτε το χάρισμα του, την δύναμη που έκρυβε μέσα του. Οι «οβίδες» που εξαπέλυε με το δεξί του πόδι που είχαν τέτοια δύναμη σαν να σε χτυπάνε χίλια σφυριά, έμοιαζε σαν η δύναμη και η οργή της φύσης να ήθελαν να βγουν μέσα από τα πόδια του. Για αυτό πιστεύω ότι σχεδόν κανένας δεν θα ήθελε τελικά να είναι ο Στίβεν γιατί απλά δεν θα άντεχε την τόση δουλειά. Είναι απείρως πιο βολικό το χάρισμα. Όπως λέει και ο ίδιος σαν παιδί δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο, μέχρι και ατάλαντο είχε αποκαλέσει τον εαυτό του, άλλο ένα παιδί από το Liverpool που ονειρευόταν να γίνει σαν τους θρύλους που είχε σε αφίσες στο δωμάτιο του. Ένα ντόπιο παιδί αλλά όχι κάτι το σπουδαίο. Μέχρι να δουλέψει και να γίνει αυτό που έγινε. Όμως η μοίρα και η δύναμη δεν αρκούν στο υψηλότερο επίπεδο.
Ο απόλυτος ηγέτης
Έγινε και ήταν για χρόνια ο απόλυτος ηγέτης των κόκκινων. Μπορεί να το είχε πάντα μέσα του δεν ξέρω αλλά το σημαντικότερο ήταν ότι έπαιζε για την φανέλα της καρδιά του. Ήταν ένας από τους λίγους οπαδούς – ποδοσφαιριστές. Πιο πολύ τον θυμάμαι στεναχωρημένο παρά χαρούμενο γιατί πόναγε και μάτωνε για την ομάδα. Είχε πει πως το να παίξει έστω και μία φορά με τα κόκκινα θα ήταν ένα όνειρο και τα υπόλοιπα που θα ακολουθούσαν το bonus. Δεν μπορεί ο καθένας να κάνει τους άλλους να τον ακολουθήσουν μέχρι το τέλος του (ποδοσφαιρικού) κόσμου. Σίγουρα είχε να σηκώσει μια πολύ βαριά φανέλα στις πλάτες του και τα κατάφερε. Αλλά σαν αρχηγός. Πολύ λίγοι μπορούν να σηκώσουν το βάρος του αρχηγού. Ελάχιστοι. Ήταν αυτός που πάντα έβαζε το γκολ στο τέλος λες και έπαιζε σε ταινία και ήταν έτσι το σενάριο. Όπως εκείνο το γκολ στον Ολυμπιακό που όσο πλήγωσε εκείνο το βράδυ ήταν ίσως η μοναδική φορά που «έπρεπε» να αποκλειστεί ελληνική ομάδα για να ολοκληρωθεί το μεγαλείο. Το θαύμα της Πόλης που ενέπνευσε γενιές οπαδών, φιλάθλων αλλά ακόμη και ποδοσφαιριστών. Ένας παίχτης να παίρνει από το χέρι όχι μια ομάδα αλλά μια ολόκληρη πόλη εναντίων της καλύτερης ενδεκάδας που αγωνίστηκε σε τελικό Champions League. Πάλι γκολ, πάλι «κατσαρόλι».
Δεν πήρε πρωτάθλημα
Ναι αλλά δεν πήρε πρωτάθλημα. Το κοντέρ έγραψε 17 χρόνια χωρίς πρωτάθλημα. Θα μπορούσε εύκολα να πάρει ένα πρωτάθλημα στην Αγγλία με την Chelsea, ή στην Ισπανία με την Ρεάλ, στην Ιταλία με την Ιντερ ή ακόμα και στη Γερμανία με την Bayern. Και το σκέφτηκε να φύγει. Είπε πως θα το μετανοιώσει αν δεν πάει στη Ρεάλ αλλά θα το μετανοιώσει πιο πολύ αν φύγει από το σπίτι του. Και έτσι έκατσε και πάλεψε αντρίκια για 17 χρόνια χωρίς αποτέλεσμα. Έφτασε δύο φορές κοντά στο να το πάρει, τη μία κόντρα σε μια από τις καλύτερες United όλων των εποχών την οποία και συνέτριψαν στο σπίτι της με 1-4, έχοντας ως συμμάχους απλά καλούς συμπαίχτες και μόλις 2-3 στο επίπεδό του. Τη δεύτερη ήταν κοντά πάλι σε ένα θαύμα, σε ένα από τα πιο αντρίκια πρωταθλήματα αλλά το έχασε…από τον εαυτό του με αυτό το περίφημο γλίστρημα. Εκεί είναι όλη η μαγεία για μένα. Κέρδισε τα πάντα ως πρωταγωνιστής, ως αρχηγός και με δικά του γκολ αλλά έχασε αυτό που του έλλειπε περισσότερο. Αυτός είναι ο αντιήρωας. Κάνει τα απίθανα τα ηρωικά που ένας «απλός» άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει, αλλά κάτω από τη «μάσκα» είναι αυτός ο απλός άνθρωπος που πονά και κάνει λάθη. Σαν σωστός αντιήρωας λοιπόν έκανε αυτά που δεν γίνονται αλλά στο τέλος (ευτυχώς ) δεν πήρε το κορίτσι (πρωτάθλημα ).
Εν κατακλείδι για μένα είναι το τέλος μιας εποχής όπου η ποδοσφαιριστές έπαιζαν και μάτωναν για τη φανέλα και το χρήμα δεν είχε τον πρώτο λόγο. Αυτό που κρατάω και μου μένει είναι πως ο ηγέτης είναι αυτός που μπορεί να μετατρέψει την πιο σίγουρη ήττα στον πιο απίθανο θρίαμβο, ένας άνδρας με τον οποίο ποτέ δεν περπατάς μόνος…