Και με ρωτάει η Ζωή ποιό είναι το ωραιότερο δώρο που έχω πάρει… Κατά βάθος ξέρει την αλήθεια αλλά καμώνεται πως της διαφεύγει. Θέλει να τυλιχτεί στα πέπλα της κολακείας και να μειδιάσει από κατάφωρη ευχαρίστηση. Λέω να της κάνω το χατίρι…
Ε, λοιπόν το ωραιότερο δώρο μου το έδωσες εσύ, Ζωή. Θυμάσαι; Ήταν η μέρα που μου έδωσες αποφασιστικά το χέρι σου και αφέθηκα να με απομακρύνεις πάραυτα από κοντά του. Σε είχα περάσει τότε για άσπλαχνη μέγαιρα που προσπαθεί μανιασμένα να ξεριζώσει συναισθήματα και αναμνήσεις βαθιά φυτεμένα μέσα στον κήπο της καρδιάς… λες και αντλείς ασίγαστη ικανοποίηση να βλέπεις τους θνητούς να μπερδεύονται μέσα στο κουβάρι του χρόνου, ακινητοποιημένοι από τις λανθάνουσες επιλογές τους, με πρόσωπα σκιερά από το άλγος της μεταμέλειας και της επίγνωσης της ματαιότητας των εφήμερων απολαύσεων…
Κι όμως την υπερφίαλη αλαζονεία μου να πιστεύω πως μου παίζεις κάποιο σαδιστικό παιχνίδι την αντιμετώπισες με μία στωική σιωπή. Μέχρι χτες έπαιζα κρυφτό με τον έρωτα και αρκούμουν στο να ψηλαφίζω τις φευγαλέες επιθυμίες μου, που πετούσαν μακριά μου σαν τις πεταλούδες. Και ένιωσα τα χέρια σου να μου κλείνουν τα μάτια και να με οδηγούν μακριά από τα παιχνίδια που ήξερα.
Μόνο όταν με έστησες μπροστά στον καθρέφτη άρχισα να καταλαβαίνω όλες τις λέξεις που μου ψιθύριζες με την αδιάκοπη σιωπή σου. Ένα είδωλο στεκόταν μπροστά μου χλωμό και μελαγχολικό. Ένας ξένος εαυτός, ένα κομμάτι που ήθελα να απαρνηθώ. Μια ζωτικότητα που χανόταν σιγά σιγά από το βλέμμα μου και γινόμουν ένα με το ζοφερό σκοτάδι. Το δηλητήριο του κάλπικου θεατρίνου μαύριζε τις φλέβες μου χωρίς να το καταλαβαίνω…
Αλλά εσύ με έσωσες. Μου έδωσες πίσω την μαγική πνοή μου. Χαμογέλασες πρώτη και σε ακολούθησα καταπόδας. Με δίδαξες από την αρχή την αγάπη και την αξία της. Και η αγάπη ξεκινάει από τον εαυτό μας. Αυτή την εποχή ξανασυστηνόμαστε και το ταξίδι ξεκινάει από την αρχή.
Να μην ξεχάσεις πως το δώρο σου το έχω φυλάξει στην πιο περίοπτη θέση της καρδιάς μου, Ζωή. Για σένα θα’ μαι πάντα ο αγαπημένος σου «φοίνικας»…