Θυμάσαι το αίσθημα που νιώθεις όταν σκέφτεσαι να δεις χαλαρά μια ταινία, βάζεις να παίξει μία που βρήκες τυχαία και από τα πρώτα λεπτά καταλαβαίνεις ότι πέτυχες διαμαντάκι; Αυτό ακριβώς συνέβη όταν άρχισα να βλέπω το Lion. Αξίζει να σημειωθεί ότι βασίζεται στο αυτοβιογραφικό βιβλίο A Long Way Home, που έγραψε ο ίδιο ο Saroo Brierley, περιγράφοντας την απίστευτη περιπέτεια της ζωής του.
Ο πεντάχρονος Ινδός Saroo (Sunny Pawar) ζει φτωχικά σε ένα μικρό χωριό με την οικογένειά του. Τον περισσότερο χρόνο του τον περνάει δουλεύοντας με τον αδερφό του Guddu (Abhishek Bharate) για να βοηθήσουν την μητέρα τους φέρνοντας χρήματα στο σπίτι παρά το νεαρό της ηλικίας τους. Σε μία βραδινή εξόρμηση για δουλειά των δύο αδερφών, ο Saroo αποκοιμήθηκε μέσα σε ένα τρένο με αποτέλεσμα όταν ξύπνησε να βρίσκεται σε ένα κινούμενο τρένο που τον οδηγούσε πολλά χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι του. Ύστερα από πολλές περιπέτειες και δυσκολίες μια οικογένεια από την Αυστραλία τον υιοθέτησε, ο John Brierley (David Wenham) και η γυναίκα του Sue (Nicole Kidman). Ύστερα από 25 χρόνια, όμως, ο Saroo (Dev Patel) θα αποφασίσει να βρει την οικογένειά του και να τους βγάλει από τον πόνο και την απορία για το αν ζει ή πέθανε.
Σκηνοθέτης της ταινίας είναι ο Garth Davis και υπό την επίβλεψή του έγινε άριστη δουλειά σε όλους τους τομείς την παραγωγής της ταινίας. Ο διευθυντής φωτογραφίας Greig Fraser χειρίστηκε εξαιρετικά το φως. Υπάρχουν αρκετές σκηνές που γυρίστηκαν όταν ο ήλιος έδυε ή κατά της διάρκειας της νύχτας δημιουργώντας μια μουντή ατμόσφαιρα, αλλά οι θεατές μπορούσαν εύκολα να διακρίνουν τα πρόσωπα και το περιβάλλον είτε από το φυσικό φως του φεγγαριού και των αστεριών είτε από τα φώτα της πόλης είτε όπως συμβαίνει σε μια σκηνή από τα αναμμένα κεριά που υπήρχαν προς τιμή μιας θεότητας. Έχουμε, επίσης, σκηνές που το φως και το σκοτάδι εναλλάσσονται, όπως όταν οι ήρωες περνούν μέσα από ένα τούνελ, και όπως για αυτούς έτσι και για τους θεατές σκοτεινιάζουν τα πάντα. Και φυσικά υπάρχουν πλάνα σε όλη την διάρκεια της ταινίας, αλλά κυρίως στην αρχή όταν σημειώνονται τα ονόματα των συντελεστών, που αναδεικνύουν την ομορφιά και το μεγαλείο της φύσης. Το μοντάζ έγινε από τον Alexandre de Franceschi, από τον οποίο παράχθηκε ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα. Μέσα από την δική του εργασία καταφέρνει ο θεατής να εισέλθει στο μυαλό του 25 χρόνου πλέον Saroo, καθώς τον βλέπει στο ένα πλάνο να περπατάει και στο επόμενο να είναι μικρός και να διασχίζει τρέχοντας τους δρόμους για να φθάσει στο σπίτι του. Η είσοδος του θεατή στις σκέψεις του γίνεται προφανής και όταν με αναδρομές μας αποκαλύπτονται κάποιες επιπλέον εμπειρίες και εικόνες από τα παιδικά του χρόνια που τον στιγμάτισαν.
Κατά την διάρκεια της επεξεργασίας της ταινίας προστέθηκε και η μουσική. Οι Volker Bertelmann και Dustin O’Halloran είναι μουσικοί και υπεύθυνοι για τα υπέροχα κομμάτια που συνόδευαν διάφορες σκηνές συμβάλλοντας στην αύξηση της συναισθηματικής φόρτισης που αισθάνονταν οι θεατές ήδη από τα δρώμενα της ταινίας. Όταν ήρθε η ώρα για τους τίτλους τέλους το τραγούδι της παγκοσμίως γνωστής τραγουδίστριας Sia, never give up ήταν το τελευταίο ερέθισμα που δέχτηκαν οι θεατές και κατάφερε και αυτό με την σειρά του να μεταδώσει μια αίσθηση αισιοδοξίας και θετικότητας. Όλες αυτές οι τεχνικές λεπτομέρειες δεν θα ήταν δυνατόν να εκτιμηθούν αν δεν υπήρχαν και οι εκπληκτικοί ηθοποιοί που έδωσαν ζωή στην ιστορία. Πολλά ήταν τα μικρά παιδιά που εργάστηκαν για την συγκεκριμένη ταινία και φαινόντουσαν σαν έμπειροι καλλιτέχνες. Φυσικά, ο Sunny Pawar κλέβει την παράσταση, καθώς παρά το νεαρό της ηλικίας του καταφέρνει όχι μόνο να κάνει τους θεατές να γελάσουν με την παιδικότητα και την ανεμελιά του αλλά και να στενοχωρηθούν για τα βάσανά του. Υποκριτικά έντονη είναι η σκηνή όπου προβάλλεται η αγωνία και ο θυμός του όταν ξυπνάει, συνειδητοποιεί ότι το τρένο κινείται και έχει απομακρυνθεί πολύ από το σπίτι του και προσπαθεί ανεπιτυχώς να βρει μία έξοδο. Τέλος, όσον αφορά το “μεγάλο” όνομα της ταινίας, η Nicole Kidman ήταν φυσική και ρεαλιστική εκφράζοντας ποικίλα συναισθήματα τόσο ευτυχίας, ενθουσιασμού και συγκίνησης, όταν πήγε ο Saroo για πρώτη φορά στο σπίτι της όσο κούρασης αλλά και θάρρους και αποφασιστικότητας όταν εξομολογήθηκε στον Saroo για τα παιδικά της χρόνια και όταν του εξήγησε για την απόφαση αυτής και του άντρα της να υιοθετήσουν.
Ύστερα από αρκετή ώρα το μόνο αρνητικό που μπόρεσα να βρω για την ταινία είναι ορισμένα κενά ή καλύτερα ορισμένες παρατηρήσεις για το σενάριο. Θεωρώ ότι θα έπρεπε να δοθεί περισσότερη προσοχή στον πατέρα του Saroo, τον John Brierley, ειδικά από την στιγμή που δεν γίνεται καμία αναφορά στον βιολογικό του πατέρα. Αυτό μας δείχνει ότι ο Saroo ως μοναδικό αντρικό πρότυπο είχε τον λίγο μεγαλύτερο αδερφό του και ήταν η πρώτη φορά που έρχεται σε επαφή με ένα μοντέλο άντρα που θα θελήσει ίσως να μιμηθεί και να ακολουθήσει καθώς μεγαλώνει. Παράλληλα, δεν ξεκαθαρίζεται στο τέλος ποια ήταν η πορεία της σχέσης του με την κοπέλα με την οποία είχε συνάψει σχέση κατά την φοιτητική του σταδιοδρομία, την Lucy (Rooney Mara). Βέβαια, μπορούμε να φανταστούμε την εξέλιξη της σχέσης τους, αφού υπήρχε μια σκηνή που μας έδινε ένα σημαντικό στοιχείο, αλλά η ταινία σε όλη την διάρκειά της μας απέδειξε ότι όλα μπορούν να αλλάξουν σε μια στιγμή χωρίς να το περιμένεις. Παρόλα αυτά, το σενάριο, την επιμέλεια του οποίου είχε ο Luke Davies ήταν ρεαλιστικό, με συνοχή και φυσική ροή και χωρίς να κουράζει τον θεατή με φλυαρίες και αερολογίες.
Μετά από όλη αυτή την ανάλυση ελπίζω ότι δεν θα ξαφνιαστείς μαθαίνοντας ότι το Lion είναι υποψήφιο για 6 κατηγορίες στα φετινά Oscars. Οι κατηγορίες είναι καλύτερη ταινία, δεύτερου ανδρικού και γυναικείου ρόλου, διασκευασμένου σεναρίου, μουσικής και φωτογραφίας.
Επομένως, άφοβα βάλε να δεις το Lion και μπορείς να είσαι σίγουρος ότι δεν θα το μετανιώσεις.