Κάθε σου λέξη κι ένας μικρός έρωτας που τυλίγεται γύρω από την ύπαρξη μου πλέκοντας ελπίδες για μια ανάσα πάθους. Κάθε σου στίχος και μια ρωγμή στην κρυστάλλινη αντοχή του ανέφικτου που απειλεί να διαταράξει κοιμώμενα συναισθήματα και να αναμοχλεύσει εκρηκτικές αναθυμιάσεις καψαλισμένων πόθων. Κάθε σου γράμμα κι ένα πεφταστέρι που ερημώνει τον ουρανό της καθημερινής ματαιότητας. Κι εγώ, τελώντας χρέη μπιστεμένου ιχνηλάτη σου, τείνω να παρασύρομαι και ν’ ακολουθώ τα αποτυπώματα που αφήνει το κάθε κόμμα σου. Στέκομαι στις τελείες σου και καταβροχθίζω τα θαυμαστικά σου με μια λαιμαργία που σχεδόν προδίδει τον εθισμό που έσπειρες μέσα μου.
Εκτίθεμαι και γυρνάω την πλάτη μου στο εκτόπισμά σου. Παίζω τυφλόμυγα με τα λόγια που ξεχύνονται από τα χείλη σου και ψάχνουν αρειμανίως να με βρουν… Ενίοτε ανασαίνω το οξυγόνο μιας πλασματικής ιδέας ότι ξέφυγα από την καταδίωξη που μου επέβαλλες. Και μειδιώ ανακουφισμένη… Εις μάτην, βέβαια, αφού κατά καιρούς νιώθω το μελάνι σου να κυλάει πάνω στο δέρμα μου και να ανατριχιάζει κάθε κύτταρο του κορμιού μου. Νιώθω το έρεβος που σκορπίζεις πάνω στο χαρτί σου να ζωγραφίζει συναισθήματα πάνω στο δέρμα μου. Συναισθήματα που μετουσιώνονται από την πρόσμειξη των σκοταδιών μας. Συναισθήματα που παίρνουν το σχήμα του χάους και με έλκουν κοντά τους. Και αφήνομαι στο ζωογόνο έλεος τους…
Κάθε σχέδιο της πένας σου κι ένας Παράδεισος που τρεμουλιάζει όταν εφάπτεται με την ηθελημένη σου Κόλαση, που παλεύει να βυθίσει την ψυχή σου στον άλικο πυθμένα της. Κι όμως οι λέξεις που με φέρανε στην άκρη του ορίζοντά σου σμιλεύουν μεμονωμένο μονοπάτι για να πάρω την θέση μου ως αποκρυσταλλωμένος φάρος σου…