Δεν έμαθα να σου μιλάω με λόγια παραταγμένα σε σειρά σαν καλοκουρδισμένα στρατιωτάκια σε προσοχή. Λόγια που καταλήγουν να εξατμίζονται μπροστά σου με ρυθμό μισοσβησμένης φωτιάς που αφήνει πίσω της μάταια απομεινάρια στάχτης. Καθώς επίσης, δεν θυμάμαι καν να διδάχτηκα πώς να μεταχειρίζομαι αστείρευτες χειρονομίες και να τις εμπιστεύομαι επάνω στην ύπαρξή σου. Χειρονομίες από αυτές που μαρτυράνε όλους τους συνδυασμούς συναισθημάτων που εμφυσάς μέσα μου κάθε φορά που συγκλίνουν τα παράλληλα μονοπάτια μας. Κι έτσι, αδαής από ανοίκειες και ακατάληπτες κουβέντες και κινήσεις, καταφεύγω σε ένα γνώριμο, σχεδόν αυτοσχέδιο πλάνο σιωπής που καλύπτει κάθε απορία σου με μια επισφαλή, κάποιες φορές, παραδοχή.
Κι όμως πάνω στο αχαρτογράφητο μονοπάτι της σιωπής που με ορίζει, η σκέψη μου σε προκαλεί νοερά να ανακαλύψεις όλα όσα κρατάω ερμητικά κλειστά μέσα στις παλάμες των χεριών μου. Πίσω από την πλάτη μου, ένας ολόκληρος κόσμος χάσκει λαμπυρίζοντας ανάμεσα στις χαραμάδες μιας αλήθειας που σε κουβαλάει μέσα της. Σε προκαλώ κι εσύ αφήνεσαι σε άγνωστες κατευθύνσεις. Και ως δεινός ιχνηλάτης ξανοίγεσαι να ακολουθήσεις τα βήματα της παραδοχής μου που παίζει κρυφτό και χάνεται πρόσκαιρα πίσω από θολές φιγούρες δέντρων στο σκιερό δάσος της ψυχής μου. Ξανοίγεσαι να βρεις όλα τα ανθισμένα καλοκαίρια που μοιραστήκανε τα βλέμματά μας και τα είχες λησμονημένα από καιρό.
Δεν έμαθα ποτέ να σου μιλάω με συμβάσεις ενός κόσμου ρεαλιστικά αποχρωματισμένου μα χαίρομαι που έμαθες να αποκρυπτογραφείς τα λόγια που σου κατέθεταν τόσο λεπτομερώς οι μακροσκελείς σιωπές μου. Οι σιωπές που τόσο εκκωφαντικά εναρμονιστήκανε μόνο με τους χτύπους της δικής σου καρδιάς…