Θα ξεκινήσω με ένα γνωστό γνωμικό που αποδίδεται στον πρώην πρωθυπουργό της Βρετανίας, Winston Churchill, ο οποίος μεταξύ άλλων επισήμανε πως οι φασίστες του μέλλοντος θα λέγονται αντιφασίστες. Μία τέτοια δήλωση στην σημερινή αποναζιστικοποιημένη Ευρώπη θα μπορούσε να σταθεί επαρκής αφορμή ώστε να ξεσηκωθεί κύμα σφοδρών αντιδράσεων εναντίον του πολιτικού, να ερεθίσει τα αριστερά πνεύματα, να δημιουργήσει παραφιλολογία και να δυναμιτίσει την ήδη ασφυκτική περιρρέουσα ατμόσφαιρα, να δαιμονοποιηθεί, εν συνεχεία, με υστερική δυναμική ως μία δήλωση ακροδεξιάς υφής ενός ανάλγητου φασίστα και εν ολίγοις να περάσει στην κοινή συνείδηση της πλατιάς μάζας ως το εμετικό παραλήρημα ενός μεγαλοκαπιταλιστή conservative man.
Η παραπάνω παράγραφος ωστόσο αποτελεί μορφικά μία απλή υπόθεση. Μπορεί εύκολα να τεθεί προς αμφισβήτηση το συμπέρασμά της και ο κάθε αναγνώστης θα συνεχίσει να θεωρεί πως το δύο χιλιάδες δεκαεπτά στην Ελλάδα αποτελεί μία εποχή του πλουραλισμού των απόψεων, της ελεύθερης διακίνησης ιδεών, του δημοκρατικού διαλόγου και του εξελιγμένου ουμανιστικού ήθους. Εν ολίγοις, ο σύγχρονος δημοκράτης θα εξακολουθήσει να συμμετέχει στο καθημερινό bullshit, όπως το αναφέρει ο Φράνκφουρτ, θεωρώντας παραλλήλως πως η ιδεολογική ηγεμονία της αριστεράς εκτός από μετριοκρατία εγκαινίασε -έστω και εντελώς πιλοτικά- σε αυτον τον ακροβαλκάνιο τόπο τις διαφωτιστικές αρχές και αξίες της δυτικής Ευρώπης. Ωστόσο ολόκληρη αυτή η συλλογιστική αποτελεί ένα σφάλμα της λογικής. Η Ελλάδα δεν γνώρισε διαφωτισμό – ευθύνεται η ορθόδοξη Εκκλησία- δεν κατόρθωσε να κερδίσει ποτέ το στοίχημα της γνήσιας ελευθερογωνμίας – ευθύνεται η εμφυλιακού τύπου ποινικοποίηση της σκέψης- και κυρίως δεν κατόρθωσε -τουλάχιστον μέχρι σήμερα- να διαβάζει σωστά. Όπου σωστά μεταφράζεται ως: διαβάζουμε αυτό που γράφει ο αρθρογράφος και όχι αυτό που νομίζουμε ότι γράφει.
Μέσα στα πλαίσια αυτής την γενικότερης αναπηρίας μας στην ευθεία πρόσληψη των ιδεών, διατείνομαι ότι έγινε και η μήνυση εναντίον της Σώτης Τριανταφύλλου. Μίας μεγάλης συγγραφέως. Κατά την άποψή μου, της σημαντικότερης πεζογράφου της σύγχρονης Ελληνικής πραγματικότητας. Η Τριανταφύλλου είναι γνωστό τοις πάσι ότι δεν χαρίζει κάστανα. Είναι υπερβολικά μορφωμένη – ενοχλεί την δικτατορία των μετρίων στην οποία αναφέρθηκα πιο πάνω- είναι ευφυέστατη, πολυπράγμων, ανένταχτη, μεγάλη εχθρός της ανεξέλεγκτης πολιτικής ορθότητας, πολίτης του κόσμου -θυμηθείτε τον Σωκράτη- και μέσα σε όλα εξαιρετικά ικανή λογοτέχνις, γεγονός που μάλλον ενοχλεί τους συναδέλφους συγγραφείς εφόσον τείνουν να κρατούν σιγήν ιχθύος κάθε φορά που η Τριανταφύλλου δέχεται ανήθικες επιθέσεις τόσο από την αριστερά όσο και από την άκρα δεξιά. Ως γνωστόν, η θεωρία των δύο άκρων υπάρχει και προσωπικώς την δέχομαι ως σωστή.
Για ποιόν λόγο λοιπόν παραπέμπεται μία συγγραφέας στα δικαστήρια; H εύκολη απάντηση είναι επειδή δηλώνει Ισλαμοφοβική. Δηλαδή στρέφεται εναντίον ενός ολόκληρου θεοκρατικού συστήματος και πολιτικού προγράμματος ανατολίτικου εκβαρβαρισμού, εντελώς ξένου και ανεπιθύμητου εντός του δυτικού κόσμου εφόσον προωθεί την τρομοκρατία, την βία κατά των γυναικών και των απίστων, τον ιερό πόλεμο και την δουλεία, τους βιασμούς και την καταπίεση στο όνομα ενός ανύπαρκτου Θεού που για χάρη του χύνεται καθημερινά αίμα αθώων. Η άρνηση του σκοταδισμού πλέον μεταφράζεται ως «ρατσισμός». Ο θρησκευτικός Μεσαίωνας γίνεται trend αρκεί να μην μας αποκαλέσουν συντηρητικούς- σημειωτέον, η Τριανταφύλλου κατηγορείται για ρατσισμό ενώ στο άρθρο της για το οποίο γίνεται και όλη η φασαρία δεν στρέφεται εναντίον κάποιας φυλής αλλά μίας θρησκείας, γεγονός που μας υπενθυμίζει πόσο αυθαίρετα μπορούν να αποδίδονται οι ταμπέλες και να γίνονται οι κατηγοριοποιήσεις σε μία κοινωνία σε αναβρασμό. Ο μηνυτής μάλιστα είναι τόσο τυφλωμένος από την ιεροεξεταστική του μανία που δεν φαίνεται να βρίσκεται σε θέση να κατανοήσει ότι υπάρχουν ακίνδυνες και επικίνδυνες ιδιαιτερότητες, διαφοροποιήσεις και επιλογές που χαρακτηρίζουν τους ανθρώπους του δυτικού κόσμου. Η υιοθεσία παιδιών από gay ζευγάρια είναι ένα λεπτό ζήτημα που μπορούμε όμως να συζητήσουμε πολιτισμένα και να καταλήξουμε κάπου με ψυχραιμία και λογική. Η ύπαρξη μίας θρησκείας που επικαλείται μία ανώτερη δύναμη για να εγκληματεί κατά των ανθρώπων, δεν είναι. Απ ό,τι δείχνουν τα πράγματα όμως ο ακραίος προοδευτισμός γίνεται ο χειρότερος εχθρός της προόδου. Μέσα στην ψυχαναγκαστική τρέλα μας να διατηρούμε το προνόμιο του καλού -και συνήθως αριστερού- ανθρώπου δεχόμαστε το αυτομαστίγωμα, τις ταπεινώσεις, τον αντιευρωπαϊκό οχετό, την ρητορική των εχθρών μας πως για όλα φταίει ο δικός μας πολιτισμός και η ιμπεριαλιστική πολιτική των ισχυρών εθνών της Δύσης.
Σε ένα παλαιότερο άρθρο μου, δοκιμιακού τύπου με τίτλο: Mumbo Jumbo: post-truth και ελεύθερη αερολογία διαπιστώνω ότι η σκόπιμη παραπληροφόρηση – όπλο που χειρίζονται με μαεστρία κυρίως η αριστερά και η λαϊκοδεξιά- ταιριάζει σε λαούς που είναι έτοιμοι να πιστέψουν ό,τι τους συμφέρει και τους είναι πιο εύκολο. Για την Ελληνική κοινωνία είναι πιο ασφαλές και εντυπωσιακό να στραφεί εναντίον μίας συγγραφέως με την φήμη της νεοφιλελεύθερης, ανάλγητης ελιτίστριας παρά εναντίον ενός ολόκληρου εμμονικά θρησκευόμενου όχλου που κατακτά βήμα βήμα τον πολιτισμένο κόσμο μέσω μίας αλόγιστα προωθημένης πολυπολιτισμικότητας.
Ένθερμοι υποστηρικτές της Σώτης Τριανταφύλλου πέφτουν συχνά στην παγίδα να την υπερασπίζονται για τους λάθος λόγους. Διάβασα κυρίως μέσω του διαδικτύου ότι η επίθεση εναντίον της συγγραφέως αποτελεί «άνανδρη» πράξη εφόσον απευθύνεται σε γυναίκα, σε μορφωμένο άτομο, σε φιλελεύθερη δημιουργό και τα συναφή. Όλα αυτά είναι κενολογίες. A lot of wind. Η Σώτη Τριανταφύλλου δεν θα έπρεπε να δέχεται επίθεση διότι απλούστατα έχει κάθε δικαίωμα να τοποθετείται ελεύθερα και να σχολιάζει την κοινωνία μέσα στην οποία είναι ενεργός πολίτης με δυναμική παρουσία και δημόσιες θέσεις. Ανεξαρτήτως φύλου, σεξουαλικής κατεύθυνσης, οικογενειακής κατάστασης, οικονομικού στάτους, πολιτικής κατάταξης. Όλες αυτές οι πληροφορίες δεν θα έπρεπε να μας αφορούν. Η αριστερά που είδε με συμπάθεια την παραπομπή της συγγραφέως στα δικαστήρια είναι η ίδια αριστερά που επιτρέπει σε νεοναζιστικά στοιχεία και εγκληματίες να βρίσκονται στα βουλευτικά έδρανα, να υβρίζουν, να χειροδικούν και να αμαυρώνουν και το παραμικρό υπόλλειμα δημοκρατικής παιδείας που μπορεί να μας χαρακτηρίζει. Συνεπώς μέσα στο γενικότερο κλίμα έξαρσης των μετα-αληθειών και της δικτατορίας της political correctness που ορθώνεται μπροστά μας ως ένας νέος φονταμενταλισμός υστερικών και ανοήτων -παραπέμπω στην άποψη του Ουμπέρτο Έκο- γίνεται και η μήνυση εναντίον ενός σκεπτόμενου ανθρώπου του οποίου η μετριοπάθεια και η επιστημονική μελέτη μεταφράζεται ως ακραία, προσβλητική έως και επικίνδυνη.
Καταλήγω πως γι αυτόν ακριβώς τον λόγο οι σύγχρονοι δημοκράτες έχουν την υποχρέωση περισσότερο από κάθε άλλη φορά να υποστηρίξουν την Σώτη Τριανταφύλλου ευθέως και να τοποθετηθούν με παρρησία υπέρ της είτε συμφωνούν είτε διαφωνούν με τις θέσεις της ως σύνολο. Στη δίκη της συγγραφέως θα κριθεί εάν στην Ελλάδα διατηρούμε το δικαίωμα στον ελεύθερο λόγο. Αναρωτιέμαι, πόσοι θα ξυπνήσουν μία μέρα και θα αντικρίσουν τον μικρό φασίστα που φθονούν στον δικό τους καθρέφτη.