Μοιάζουν φεγγάρια λησμονημένα οι έρωτες που ανασάνανε σκοτάδι αντί για φως. Σαν ναυαγοί που έμειναν εγκλωβισμένοι στην στεριά της ανολοκλήρωσης, να ατενίζουν την ποθητή πληρότητα στον ορίζοντα σαν οφθαλμαπάτη όασης στην καυτή έρημο της ατελέσφορης αγάπης. Με ένα βλέμμα διψασμένο για την πολλά υποσχόμενη νησίδα ευημερίας έμπροσθεν τους μα χείλη άνυδρα και γεύση αλμυρή από τα ασταμάτητα και αλλεπάλληλα τρικυμισμένα μερόνυχτα. Εκείνα τα μερόνυχτα ξέβρασαν εν καιρώ τις κατακερματισμένες τους επιθυμίες στις όχθες της λήθης και τώρα οι φειδωλές πια ελπίδες στεγνώνουν τις ρανίδες κάθε ταλαιπωρημένου έρωτα με το αμυδρό τους φως.
Μοιάζουν με άνθη που δεν κατάφεραν να κρατήσανε στην μεγαλόπνοη αγκαλιά τους την ευωδιά με την οποία ευλογείται κάθε λουλούδι, παρά την σιδερένια θέληση που πρόταξαν. Και το άρωμα που ορκιστήκανε να περιφρουρούνε ενδελεχώς έγινε πνοή ανέμου και πέταξε για δανεισμένες κοίτες και κλεφτές στιγμές ενός εφήμερου ενεστώτα. Απέμειναν, λοιπόν, σε στάση προσοχής όλα τα συναισθήματα που κλείσανε οι έρωτες αυτοί ανάμεσα στα τρυφερά τους φυλλώματα. Απέμειναν να κοιτάζουν στον μακρινό ορίζοντα όλες τους οι απολήξεις σημαίνοντας «αναμονή» με όλη τους την διψασμένη δύναμη. Αναμονή για την παραστρατημένη μυρωδιά που αναγκάστηκαν να αποχωριστούν όλες οι σπιθαμές των κυττάρων τους.
Εκείνοι οι έρωτες που χρίσθηκαν άξιοι ενός ερέβους που δεν τους ταίριαξε ποτέ πήραν στοιχεία δικά σου, εκείνα που σχηματίζουν το δικό σου περίγραμμα στο τέλος κάθε μέρας. Κι έτσι μνημονεύουν το «ποτέ» που τους χάρισε κάθε απόφαση σου που μοιραία προκαθόρισε τον δρόμο σου. Μα κυρίως μνημονεύουν στιγμές με σάρκα ή χωρίς που αναπόφευκτα χάραξαν και θα χαράζουν εσαεί γραμμές πορείας επάνω στην συνείδηση των ανθρώπινων ψυχών.