Ένας ορίζοντας ο κόσμος και χάρτινο πλεούμενο, απάνω του ο άνθρωπος… Ένα ταξίδι με αρχή, μα μ’ ένα τέλος άγνωστο και επιεικώς οδυνηρό… Πονούν όλοι, γιατί προμηνύουν τη λήξη, ενώ ήδη ακόμα αναπνέουν… Φοβούνται το μετά, δίχως να ζουν το σήμερα, το τώρα… Πικραμένοι και θαμμένοι στο σκοτάδι που οι ίδιοι έπλασαν, ένα μαύρο σεντόνι, τυλίγει τα κορμιά τους, στάχτες κι αποκαΐδια, όλη η ζωή τους…
Δεν θέλησαν ποτέ, να ακουμπήσουν πάνω σ’ ένα ρέλι και να κοιτάξουν τον απέραντο Ουρανό… τόσο φτηνοί στα αισθήματα, τόσο προκλητικοί απέναντι στη μοίρα… Δεν ξέρουν πόσο μεγάλη είναι η τιμή σαν πετάς, αφήνοντας τα πόδια σου στη γη… Φορώντας λευκά φτερά, με τιμόνι στην καρδιά και πυξίδα το βλέμμα του ορίζοντα… Εκείνη η αίσθηση, στην προσπάθεια σου να δεις το τέλος του… Πόσο κουτό ακούγεται, ποιος εκείνος,που θα φρενάρει τη δαντέλα μέσα από το μετάξι της αύρας του νερού…
Τόσο μικροί οι άνθρωποι απέναντι στην πραγματικότητα, μα και παράλληλα τόσο κουτοί; Παλεύοντας με τα άγρια κύματα του ωκεανού και τη φλόγα του κυκλώνα, έτοιμη να τρυπώσει στη σάρκα τους… αντί να τρέξουν, να απολαύσουν τη στιγμή της αιωνιότητας, χαζεύουν στο βάθος… Ανίκανοι και άπληστοι, να εκτιμήσουν τη δύναμη της στιγμής και να λατρέψουν, τα δευτερόλεπτα ευτυχίας… Δυστυχώς, οι δείκτες του ρολογιού, πάντα θα κινούνται δεξιόστροφα… κι ο χρόνος, η ευκαιρία και η στιγμή δεν ξαναγυρίζουν…
Σαν τον νεκρό, που φεύγει και χάνεται, μα η σκέψη του αποτυπώνεται μέσα μας, έτσι κι αυτά τα τρία σμαράγδια… μας πλησιάζουν, μας ξυπνούν από το λήθαργο… και πριν ακόμα καταλάβουμε τι ζούμε… μας έχουν ήδη παρατήσει, στο βάθος της γης και στου βυθού την κόλαση… Απλά ανίκανοι, να βγάλουμε για λίγο το σκασμό, της μελαγχολίας και της αχαριστίας και να απλώσουμε τα δάχτυλα… Να νιώσουμε το εμείς και το μαζί, να χαρακώνει τα φύλλα της ψυχής μας, από λαχτάρα και ανατριχίλα…
Είναι τόσο λίγα… εκείνα τα πολλά, που για χρόνια ψάχνουμε… Δίπλα μας στέκονται και μας κλείνουν το μάτι… κι αντί να τ’ αγκαλιάσουμε, να απολαύσουμε την μελωδία της ρότας τούτης… κοιτάζουμε στο κενό… Ένα στοιχειωμένο κουφάρι που μας περιτύλιξε, σαν ένα αλουμινόχαρτο, κακής ποιότητας… Εύκολος ο τρόπος να το αποβάλλουμε και να ελευθερωθούμε… Μα λέμε, δεν μπορούμε… ενώ, κατά την αισχρή πραγματικότητα, δεν θέλουμε…
Κρατήστε λοιπόν, τον κόσμο το δικό σας… Μείνετε αλυσοδεμένοι με το ίδιο το εγώ σας, συνοδευόμενο από το πρέπει της φουρτούνας… Το δικαίωμα μου, σε τούτον το μάταιο κόσμο, θα το ζωγραφίσω όπως εγώ λαχταρώ και αγαπώ… Θα βάλω χρώματα κι αρώματα… Δεν θα ψάξω ακριβά, μα λίγα και μεθυστικά βελούδινα πλεκτά, που θα χαϊδέψουν το πρόσωπο μου..κι όταν τα μάτια μου ανοίξουν, βγαίνοντας από τη νάρκη που εσείς στήσατε, τότε το χαμόγελο μου, θα φέρει τη λιακάδα στον δικό μου ορίζοντα…
Χτίζω και χτίζω, μέρα με τη μέρα, λεπτό δεν αφήνω να μου ξεφύγει… Έμαθα να νοσταλγώ τη μικρή στιγμή… Ευτυχώς που αρνήθηκα μια μέρα σαν και σήμερα, ίσως και σαν αύριο, να δω τη ζωή, να περνάει από μπροστά μου, με κοφτερές λεπίδες στα χέρια και να χάνεται σαν μικρού μήκους ταινία… Δεν ξέρω πόσο θα κρατήσει, κι αν ετούτη είναι η στερνή στιγμή του τέλους. Μα δεν έχω δικαίωμα, ούτε και εξουσία, να το επεκτείνω… Εκείνο που μπορώ, είναι όσο κολυμπάω στα βαθιά πελάγη μου, το κρυστάλλινο νερό να επουλώσει κάθε πληγή ψυχής και σώματος…
Κοιτάζοντας τον άξονα από το τιμόνι, που γυρίζει να αποφύγει τη βροχή, θα το ακολουθώ, μέχρι να συναντήσω, τη μαγεία της δικής μου στεριάς… Τότε ο ωκεανός, θα πάρει χρώμα από το χρώμα μου και ζωή από τη ζωή μου… Μόνο τότε, θα δεχτώ να δώσω τη σκυτάλη μου, σε μέρη αλλαργινά… Και να ταξιδέψω, για το αγύριστο ταξίδι του ξεριζωμού, με την ελπίδα να συναντήσω τη νιότη του άλλου κόσμου…
Κλείνοντας αυτήν εδώ τη σελίδα του μικρόκοσμου, που για λίγο άνοιξα και μπήκα, σου λέω τούτο μόνο άνθρωπε και υπεράνθρωπε.
Μια ζωή σκαμπανεβάσματα θα πλέξω,μέχρι η γραμμή των οριζόντων μου να γίνει ευθεία…εκείνη, θα ‘ναι η στιγμή που η καρδιά θα σταματήσει να χτυπά…