Σου έχει τύχει ποτέ να βάλεις να δεις μια ταινία χωρίς να έχεις μεγάλες προσδοκίες, αλλά ενώ ακόμα παίζει να λες ότι βρήκες την αγαπημένη σου ταινία; Γιατί αυτό ακριβώς έπαθα βλέποντας το Maudie.
Η ταινία είναι βιογραφία της ζωγράφου Maudie Lewis. Η Maud (Sally Hawkins) έχει αρθρίτιδα και μην μπορώντας να συντηρήσει τον εαυτό της ζει προσωρινά με την θεία της, την Ida (Gabrielle Rose). Όταν, όμως, την επισκέπτεται ο αδερφός της Charles (Zachary Bennett) για να την ενημερώσει ότι πούλησε το σπίτι της μητέρας τους και ότι θα πρέπει να μείνει μόνιμα με την θεία της, αποφασίζει να πάρει τα ηνία της ζωής της. Έτσι, λοιπόν, αρχίζει να δουλεύει ως οικονόμος στο σπίτι του Everett Lewis (Ethan Hawke) και μάλιστα μετακομίζει εκεί. Επειδή η ιστορία διαδραματίζεται τη δεκαετία 1930 σε μια μικρή πόλη του Καναδά, ο κόσμος κουτσομπολεύει ότι οι δυο τους έχουν ερωτικές σχέσεις χωρίς όμως να ξέρουν ότι ο σκληρός και βίαιος χαρακτήρας του Everett δεν επιτρέπει στους ανθρώπους να τον πλησιάσουν. Θα καταφέρει η γυναικεία παρουσία της Maud μέσα στο σπίτι και το πάθος της για την ζωγραφική να τον εξημερώσουν;
Σκηνοθέτης είναι η Aisling Walsh. Από τα πρώτα πράγματα που παρατηρεί κανείς είναι τα χρώματα που χρησιμοποιούνται. Υπάρχει φίλτρο στην εικόνα, που κάνει τα χρώματα να φαίνονται μουντά. Αυτό έγινε από τον διευθυντή φωτογραφίας Guy Godfree, ώστε ο θεατής βλέποντας ακόμα και ένα μόνο πλάνο να καταλάβει ότι πρόκειται για μια “παλιά” ταινία. Επίσης, τα περισσότερα πλάνα της ταινίας θυμίζουν καλλιτεχνικές φωτογραφίες, γεγονός που δείχνει την προσοχή που δόθηκε σε κάθε ένα ξεχωριστά.
Στην αίσθηση της παλαιότερης δεκαετίας συμβάλουν και άλλοι σημαντικοί επαγγελματίες. Καταρχάς, η ενδυματολόγος Trysha Bakker με τις μακριές φούστες και φορέματα για τις γυναίκες και τα φαρδιά πουκάμισα, τις τιράντες και τα καπέλα για τους άνδρες σίγουρα μας μεταφέρει σε μια άλλη εποχή. Επίσης, τα τραγούδια και οι μελωδίες που χρησιμοποιούνται πέρα από την αύξηση της συναισθηματικής έντασης καταφέρνουν, καθώς θυμίζουν παραδοσιακή, κάντρι μουσική, να δείξουν την πενιχρή οικονομική κατάσταση των πρωταγωνιστών.
Ένα ακόμα θετικό της ταινίας είναι το σενάριό της από την Sherry White. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω πρόκειται για βιογραφία και προσπάθησε να μείνει πιστή στην πραγματικότητα. Έτσι, λοιπόν, ο ρεαλισμός είναι πανταχού παρών, ακόμα και στους χαρακτήρες. Δεν υπάρχουν καλοί και κακοί, καθώς όλοι κάνουν λάθη και όλοι έχουν ελαττώματα. Ακόμα, είναι εξαιρετικά σπουδαίο το πως συνεργάζονται ο σεναριογράφος και ο σκηνοθέτης, έτσι ώστε να λέγονται μόνο τα απαραίτητα, δηλαδή να μην υπάρχουν κουραστικές φλυαρίες, και όσα λόγια ακούγονται περιττά ή απλά εύηχα, στην πραγματικότητα λειτουργούν ως συμβολισμοί. Ένα παράδειγμα για να γίνει αυτό κατανοητό είναι τα πολλά πλάνα που βλέπουμε τον Everett να κοιτάει με απορία την Maud από το παράθυρο. Στην αρχή το παράθυρο είναι βρώμικο, αλλά σιγά σιγά αρχίζει και καθαρίζει μέχρι που η Maud ακουμπάει το δάχτυλό της στο τζάμι και του λέει “I see you”, δηλαδή “Σε βλέπω”, εννοώντας ότι βλέπει την ψυχή του, το ποιος πραγματικά είναι.
Το σενάριο, βέβαια, χρειάζεται τους ηθοποιούς για να ζωντανέψει. Και στην συγκεκριμένη περίπτωση η καρδιά του χτυπάει πολύ δυνατά. Το μεγάλο όνομα της ταινίας είναι ο Ethan Hawke και όχι άδικα. Ενσαρκώνει άριστα τον βίαιο, απόμακρο, ευέξαπτο και αντικοινωνικό Everett γρυλίζοντας, φωνάζοντας, έχοντας ίσια την πλάτη σε άβολες για αυτόν στιγμές. Και όταν μετανιώνει κάποιο ξέσπασμά του, τα μάτια του είναι εκείνα που κάνουν τον θεατή να τον συγχωρεί. Την παράσταση, όμως, κλέβει η Sally Hawkins. Η αφοσίωση όταν ζωγραφίζει, αλλά κυρίως το πως χρησιμοποιεί το σώματός της, καθώς πρέπει να κουτσαίνει και όσο περνάει ο καιρός να καμπουριάζει και να κρατάει με δυσκολία το πινέλο, για να μοιάζει με την πραγματική Maud, την καθιστούν εξαιρετική επιλογή για τον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Όσο για τα αρνητικά της ταινίας, αν και δεν είναι πολλά, θεωρώ ότι υπάρχουν δύο σημαντικές αστοχίες που θα έπρεπε να είχαν αποφευχθεί. Πρώτον, από την αρχή της ταινίας και για όλη την διάρκειά της γίνεται λόγος για την ασθένεια της Maud, εξαιτίας της οποίας τα κοντινά της άτομα πιστεύουν ότι δεν μπορεί να φροντίσει τον ίδιο της τον εαυτό. Παρόλα αυτά, ο θεατής δεν ενημερώνεται για το τι είδους ασθένεια πρόκειται, τι συμπτώματα έχει και κατ’ επέκταση αν οι κινητικές ή οι σωματικές δυσκολίες που φαίνεται να έχει η Maud, όπως το ότι κουτσαίνει, είναι λόγω της ασθένειας ή έχουν μια άλλη εξήγηση. Δεύτερον, αν και γνωρίζουμε τους χαρακτήρες ενώ είναι νέοι, βλέπουμε πώς εξελίσσονται και καθώς περνούν τα χρόνια. Αυτό αναγκαστικά σημαίνει ότι θα πρέπει να φαίνεται στο πρόσωπό τους ότι μεγαλώνουν. Και σε αυτό βοήθησαν οι μακιγιέρ της ταινίας. Έκαναν εξαιρετική δουλειά με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την Maud. Στον Everett, όμως, τα σημάδια της γήρανσης στην αρχή δεν είναι καθόλου έντονα σε σχέση με αυτά της Maud αν και θα έπρεπε, γιατί όχι μόνο αυτός είναι μεγαλύτερος από εκείνη αλλά και λόγω της σκληρής χειρωνακτικής του εργασίας.
Συνοψίζοντας, ανεξαρτήτως από τις όποιες αστοχίες εντοπίζει ο καθένας, η ταινία Maudie με τον ρεαλισμό και τον συμβολισμός της ξεχωρίζει από όλες τις υπόλοιπες και αποτελεί άριστο παράδειγμα της σπουδαιότητας της έβδομης τέχνης.