Εκατόφυλλα και μοίρες, έπλασαν σε για μένα, μια νύχτα του Δεκέμβρη… Το χιόνι έξω να πέφτει πυκνό…και μια μάνα να πονάει μέχρι να σε δει και να σ’ αγκαλιάσει για πρώτη φορά… Έμελλε να σε γνωρίσω, να σε δω και να λάμψει ο φάρος της καρδιάς μου… Ακύρωσες και περιθωριοποίησες το γκρι που φυτοζωούσε μέσα μου… Εκείνο το τρομακτικό χρώμα, που ματώνει ψυχές και σώματα, προσπαθώντας να σπάσει το νήμα της ζωής… μέχρι που την έσχατη στιγμή του αποχωρισμού, μπαίνει μπροστά το θαλασσί της θάλασσας μαζί με το λευκό που παίρνει από τα σύννεφα του ουρανού… και σαν κέντημα πλασμένα, δένουν ξανά το νήμα…
Ένα νήμα χιλιομπαλωμένο, γεμάτο πληγές και τη φθορά του χρόνου εμφανή, σαν το πρόσωπο ενός γέρου θερμαστή… Ταλαιπωρημένο, ποτισμένο με αλάτι… και πόνο από την απουσία του αστεριού… Εκείνο, το λαμπερό φως που τρεμοσβήνει, μέχρι ν’ ανάψει πάλι και να μαγέψει τον κόσμο όλο… Κι όμως, η ευτυχία της κουβέντας και η ζεστασιά της αγκαλιάς, σαν ροδοπέταλα τυλίγουν το κορμί μου… Αφήνομαι στο βαθύ κόκκινο από το τριαντάφυλλο, που μου δωρίζεις και μεθάω από την υπέροχη μυρωδιά του… Σαν ένα φρούτο εξωτικό, που φαντάζει σαν όνειρο βλέποντας το… Κάθομαι και το παρατηρώ, δίχως να το αγγίξω…
Φοβάμαι να το αγγίξω, μη σπάσει και… ματώσουν τα χέρια μου, για ακόμη μια φορά… Τρέμω, τον βροντερό ήχο του κρυστάλλου που σπάει, μα ακόμα περισσότερο τρομάζω στην ιδέα και μόνο από το ράγισμα που θα υποστεί η καρδιά μου… Σαν του βαποριού τη λαμαρίνα, εκείνο το ‘’κρακ’’ που όσο άριστα κι αν επισκευαστεί… δεν θα πάψει,να μην υπάρχει… Ο φόβος και μόνο της συνέχειας του, θα αποτυπωθεί στο μυαλό σαν μια στάμπα… και ο εφιάλτης θα ‘ναι εκεί… και θα περιμένει στην άκρη του δρόμου, σαν τον άρχων του τρόμου, θα παραμονεύει… Όμως αξίζει να παίξω με τις φλόγες… μου ανήκει, αυτή η ευκαιρία… και δεν θα την αφήσω να χαθεί στα πέρατα του κόσμου…
Θα χτίσω τον κόσμο μου, ξανά από το μηδέν… κι αυτή το φορά όχι πάνω στην άμμο… Πολλές φορές διαλύθηκε ο ψεύτικος πύργος, ένα κύμα ήταν αρκετό για να τον σαρώσει και να εξαφανιστεί, μια για πάντα… Τώρα, τα θεμέλια θα τα βάλω εγώ, όπως θέλω, ένα ένα… Μέχρι να σταθεί επάξια στη γη και να νιώσω σίγουρη… μα κυρίως ασφαλής…Κι όσο θα χτίζεται ξανά ο πρώην ραγισμένος κόσμος μου, θα αναπνέω και θα ζω… μέσα από το μπρούσκο το δικό σου… Σαν το καλό κρασί, ένα κρασί που σαν αποφάσισα να το γευτώ, ένιωσα πως αναπνέω… Καρδιοχτύπησα, δάκρυσα, αναστατώθηκα… Κατάλαβα πως ακόμα είμαι ζωντανή…
Σκέφτηκα πως το ξερό κουφάρι, σαν το παροπλισμένο πλοίο , πήρε ξανά ζωή… μέσα από σένα, μέσα από την φωτιά της ανάσας σου και το βελούδινο ψιθυριστό σου χάδι… Το χάδι της μαγείας, της ζωής και της ελπίδας… Ταξίδια τα μάτια σου, στις όχθες της καρδιάς μου, πυξίδα το φιλί σου, στο πέρας του καιρού…Λαχτάρησα ν’ αφήσω πίσω τη φουρτούνα, σαν τη βροχή που βλέπεις στο ραντάρ, να πλησιάζει… και δειλά δειλά, αλλάζεις την πορεία, να την αποφύγεις… Έτσι κι εγώ, στοχεύοντας στα μάτια σου, άφησα πίσω τη μπόρα… και στην πλώρη μου, θαυμάζω το γαλάζιο του ουρανού και τη λάμψη του ήλιου που διαλύεται μέσα στη θάλασσα και την ερωτεύεσαι, βλέποντας την…
Καρφωμένη σφαίρα στον κρόταφο, η αφή σου…