Όλοι μας, λίγο πολύ, έχουμε ακούσει ή ίσως ακόμα, να τα έχουμε πει και εμείς οι ίδιοι.
Είναι πολύ δύσκολο άραγε, ακατόρθωτο θα έλεγα, να κρατούμε τη στάση που θα θέλαμε και οι άλλοι να μας φέρονται και να μας συμπεριφέρονται?
Γιατί να θέλουμε να γνωμοδοτούμε και να εκφραζόμαστε με φαμφάρες και τυμπανοκρουσίες, παρά να μη μένουμε σ’ αυτά τα απλά και όμορφα, βατά και αναλόγως, συσχετιζόμενα, με τις δικές μας βλέψεις και δυνάμεις?
Πόσο άραγε να γινόμαστε αρεστοί, όταν θέλουμε να υποδυόμαστε, άλλους χαρακτήρες, άλλα άτομα, με διαφορετική από μας ιδιοσυγκρασία και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ξένα προς του δικού μας ψυχισμού?
Γιατί να μην αποζητούμε, αυτό το όμορφο, το ωραίο, που ‘ναι κοντά, πλησιάζει τα δικά μας μέτρα και σταθμά και δεν αντιπαρέρχεται σε άλλες, ξένες προς τις δικές μας επιδιώξεις και συνάμα διώξεις μας?
Αν σκεφτούμε πόσο ωραίος θα ήταν ο κόσμος, αυτός ο εικονικά πλασμένος και δημιουργημένος, από αποκυήματα της φαντασίας μας, ραδιούργα και πανούργα σχέδια, πλάνα και πλάνες ζωής, μα με ένα λιτό και πάντα καθωσπρέπει τρόπο και στόχο, σκοπό, να δούμε και να ορίσουμε τις δικές μας παραμέτρους, τα δικά μας μέτρα και σταθμά, αλλά συγχρόνως και τα δικά μας μελλούμενα και θελήματα, για την ίδια μας τη ζωή.
Δυσκολεύουμε και πρέπει να φανούμε εν τέλει, ελάχιστοι, λίγοι,όχι μόνο από τις προσδοκίες του άλλου ή της άλλης, αλλά θα δούμε στο τέλος, να ηγούμαστε και να προηγούμαστε, ενός ξένου προς εμάς, ενός αντικειμένου, προσωπείου, που στο τέλος, εμείς οι ίδιοι, από μόνοι μας, θα σιχαθούμε και θα δυσαρεστηθούμε, έντονα.
Θα βρεθούμε να είμαστε υπόλογοι, των δικών μας πράξεων, των δικών μας φράσεων, γιατί απλά και μόνο, δεν αρκεστήκαμε στο να δείξουμε τις αλήθειες μας.
Φοβηθήκαμε να δείξουμε και να αποκαλύψουμε τη γύμνια της δικής μας αλήθειας, αλλά θελήσαμε, περίπλοκα και περίτρανα, να αποδείξουμε, πως τα μεγάλα λόγια, οι φαμφάρες αυτές, θα σταθούν άξιες και ικανές, στο να διευθετήσουμε και να διαχειριστούμε καταστάσεις, άτομα, γεγονότα.
Κι όμως το να διαχειριστούμε όλα αυτά, απαιτεί, μόνο και μόνο, την αλήθεια μας, το σεβασμό μας, την αποδοχή μας, αλλά κυρίως το να μη θελήσουμε να τροποποιήσουμε τα σχέδια και τα πλάνα του άλλου, να μην προβούμε στις μεταλλάξεις του χαρακτήρα του άλλου, παρά να συμβαδίσουμε και να συμπράξουμε, με τον ατόφιο και αληθινό του χαρακτήρα, δίχως τις παραμικρές δικές μας παρεμβολές, όσο και να φαίνονται σε μας, απλά, πινελιές στον καμβά και στον πίνακα, των πτυχών και των ορισμών, του χαρακτήρα ενός ατόμου.
Δεν πρέπει και επιβάλλεται να μας δεχτουν και να μας αποδεχτούν, με τα καλά μας και τα στραβά μας, όπως και εμείς αυτούς, χωρίς όμως να συντελούμε στο διωγμό και την επικινδυνότητα, αλλοίωσης του χαρακτήρα και της υπόστασης, κάποιου ή κάποιας.
Στο τέλος, θα εκραγούμε, μα το ηφαίστειο αυτό, το δικό μας, θα εκρήγνει, τεραστίου μεγέθους λάβας, αμετρήτου ποσότητας και ιδιαίτερης μάζας αυτού.