Οκτώβριος, ο μήνας που τα θερινά κλείνουν τις πόρτες τους για να μας αποχαιρετίσουν μέχρι την ερχόμενη άνοιξη. Η απεργία των σεναριογράφων στο Χόλιγουντ έληξε μετά από τεράστιας σημασίας συμφωνία, αυτή των ηθοποιών, ωστόσο, συνεχίζεται τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές. Κάτι που σημαίνει πως, ακόμα, νέες ταινίες δεν έχουμε, και τα σινεμά προβάλλουν ακόμα ό,τι έχει γυριστεί πριν το ξεκίνημα των απεργιών την άνοιξη. Για δύο τέτοιες ταινίες, τις οποίες είδαμε μέσα στο καλοκαίρι, θα μιλήσουμε στο άρθρο αυτό: το εκπληκτικό φαινόμενο της Μπάρμπι και την πρώτη μη αγγλόφωνη ταινία στην διάρκειας έξι δεκαετιών καριέρα του Γούντι Άλεν.
Μπάρμπι (Barbie) της Greta Gerwig
Κωμωδία φαντασίας, 114΄
Πρωταγωνιστούν: Margot Robbie, Ryan Gosling, America Ferrera, Issa Rae
Η γνωστή κούκλα Μπάρμπι ζει στον δικό της παραμυθένιο κόσμο, ωστόσο ξαφνικά περνάει μια πρωτόγνωρη υπαρξιακή κρίση και αναγκάζεται να έρθει σε επαφή με τον πραγματικό για να την επιλύσει
Το απόλυτο χιτ του καλοκαιριού, μια ταινία η οποία διαφημίστηκε με ανεπανάληπτο μάρκετινγκ, από χρήση τόνων… ροζ χρώματος και δεκάδες διαδικτυακά memes με τη Μπάρμπι και τον Κεν μέχρι το φαινόμενο “Barbenheimer”, της ταυτόχρονης δηλαδή διαφήμισης της Μπάρμπι και του Οπενχάιμερ, δύο εξίσου πολυαναμενόμενων αλλά αντιδιαμετρικών στο περιεχόμενο blockbusters που κυκλοφόρησαν (στις ΗΠΑ) την ίδια μέρα του Ιουλίου. Τι είναι όμως τελικά η Μπάρμπι; Ας πούμε τι προσπαθεί να είναι. Προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στο σοβαρό και το αστείο, το χαλαρό χιούμορ και το φεμινιστικό μήνυμα, ένα σενάριο που δε βγάζει νόημα αλλά ταυτόχρονα περιέχει αρκετά νοήματα, γενικά μια ταινία που τα κάνει όλα και συμφέρει: είναι αστεία, ευχάριστη, λαμπερή, με ωραίους, ταλαντούχους πρωταγωνιστές, αλλά τα λέει και λίγο σοβαρά, θίγει επίκαιρα κοινωνικά θέματα, αλλά όχι και πολύ σοβαρά, μη χάσουμε και το κοινό, το χρήμα είναι γλυκό.
Τα καταφέρνει; Ναι και όχι. Υπάρχουν στιγμές που γελάς, που κάθεσαι και το απολαμβάνεις, υπάρχουν κι αυτές που κάπως σκέφτεσαι και προβληματίζεσαι, αλλά όλα αυτά είναι ακριβώς αυτό: στιγμές. Η ταινία αδυνατεί να αφήσει το αποτύπωμα που ξεκάθαρα επιχειρεί να αφήσει, ωστόσο ο θεατής κρατά τις εξαιρετικές ερμηνείες των Μάργκο Ρόμπι και Ράιαν Γκόσλινγκ, οι οποίοι αμφότεροι ξεκάθαρα το διασκέδασαν, την ευφάνταστη σκηνοθεσία, την εύστοχη μουσική επένδυση, καθώς και κάποιες αστείες, κάποιες σοβαρές στιγμές από το σενάριο. Δεν είναι αριστούργημα, δεν είναι με τίποτα κακή ταινία, και τα θετικά σαφώς υπερτερούν των αρνητικών: όπως θα έλεγε ένα από τα catchy σλόγκαν της, it’s (K)enough.
Βαθμολογία: 7.5/10
Γυρίσματα της τύχης (Coup de Chance) του Woody Allen
Θρίλερ/ρομαντική, 93΄
Πρωταγωνιστούν: Lou de Laâge, Niels Schneider, Melvil Poupaud
Στο Παρίσι, μια νεαρή, ελκυστική γυναίκα ζει σ΄ έναν ευτυχισμένο γάμο μ΄ ένα μυστηριώδη επιχειρηματία, αλλά η τυχαία συνάντηση μ΄ έναν παλιό της γνωστό απειλεί να ταράξει τα νερά, με επικίνδυνες συνέπειες
Στα 87 του πλέον, μετά από 50 ταινίες και 60 χρόνια καριέρας, ο Γούντι Άλεν παραμένει ένας από τους πιο καταξιωμένους, αλλά και αμφιλεγόμενους, δημιουργούς της μεγάλης οθόνης. Έχει εγκαταλείψει τις ΗΠΑ, εν μέρει λόγω των κατηγοριών εναντίον του για σεξουαλική παρενόχληση, και γυρίζει ταινίες στην Ευρώπη, όπως έκανε και πριν περίπου μια δεκαετία. Ωστόσο, αυτή τη φορά κάνει το βήμα παραπάνω και γυρίζει την ταινία του στα γαλλικά, με αμιγώς ντόπιους ηθοποιούς, γνωστούς στη γαλλική κινηματογραφική σκηνή, και φυσικά με φόντο το Παρίσι. Κατά τα λοιπά, ωστόσο, πρόκειται για τυπικό Γούντι Άλεν: ένας νευρικός καλλιτέχνης, μια απροσδόκητη γνωριμία, μια όμορφη παντρεμένη γυναίκα που νομίζει πως είναι ευτυχισμένη αλλά καταλήγει έρμαιο των επιθυμιών της, κι ένας μυστηριώδης, πλούσιος σύζυγος, ο οποίος αποδεικνύεται απρόβλεπτος.
Λίγο ρομάντζο, με τις πλατείες, τα πάρκα και τα μαγαζιά του Παρισιού να δίνουν τον ανάλογο τόνο, αλλεπάλληλοι σοφιστικέ διάλογοι, οι οποίοι άλλοτε επιχειρούν να απαντήσουν υπαρξιακά ερωτήματα και άλλοτε είναι εντελώς καθημερινοί, χαρακτήρες που βρίσκει κανείς στις μισές… και βάλε ταινίες του Γούντι Άλεν, και, στο μοναδικό αλλά σημαντικό plot twist: το στοιχείο του εγκλήματος. Ο Άλεν έχει ασχοληθεί και στο παρελθόν με το crime film, αλλά φαίνεται καλύτερα στο στοιχείο του όταν το έγκλημα δεν είναι στο επίκεντρο αλλά στο περιθώριο της υπόθεσης, με τις ανατροπές να έρχονται όσο πλησιάζουμε στο φινάλε. Αυτό ακριβώς, ωστόσο, είναι η πινελιά που χρειαζόταν η ταινία για να γίνει από μια ακόμα run-of-the-mill ταινία Γούντι Άλεν σε κάτι ελαφρώς πιο ενδιαφέρον, που παρακολουθείται ευχάριστα χωρίς να αισθάνεσαι τόσο ότι ξαναβλέπεις το ίδιο έργο.
Βαθμολογία: 7/10