Το ενωσιακό δίκαιο υπερέχει ακόμη και του εθνικού δικαίου ενώ οι άγραφες πηγές δικαίου και τα θεμελίωση δικαιώματα συναποτελούν τους κανόνες του. Οι πολίτες μόνο όταν έχουν εξαντλήσει τα ένδικα μέσα που τους παρέχονται από το εθνικό δίκαιο μπορούν να στραφούν σύμφωνα με την ευρωπαϊκή σύμβαση δικαιωμάτων του ανθρώπου και στο ευρωπαϊκό δικαστήριο δικαιωμάτων του ανθρώπου που εδρεύει στο Στρασβούργο.
Αποτελεί αδιαπραγμάτευτη άποψη πως κάθε κράτος μέλος στην ενωσιακή έννομη τάξη πρέπει να εγκαταστήσει ένα κοινό σύστημα ασύλου. Αυτό σημαίνει πως αν ένα κράτος μέλος το αρνηθεί αυτό σημαίνει πως δε μπορεί ο αιτών άσυλο να το ζητήσει από άλλο κράτος μέλος. Ορίζεται ρητά πως οποίος λάβει άσυλο μπορεί να κυκλοφορεί ελεύθερα. Υπάρχουν κάποιοι κανόνες και αμοιβαία εμπιστοσύνη για το πως θα εφαρμοστεί το δίκαιο. Ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων είναι προϋπόθεση της ένωσης. Μια αίτηση ασύλου εξετάζεται από το κράτος μέλος και πρέπει να μεταφερθεί στο υπεύθυνο κράτος. Υπεύθυνο κράτος είναι αυτό που ο αιτών την αίτηση ασύλου εισέρχεται αρχικά και αυτό εξετάζει την υπόθεση του ακόμη και αν στην πορεία ο εν λόγω πρόσφυγας ήθελε να μεταφερθεί σε ένα άλλο κράτος μέλος. Όλα αυτά ρυθμίζονται στον πρώτο κανονισμό του 2003(Δουβλίνο 2) καθώς και στον δεύτερο κανονισμό του 2013(Δουβλίνο 3). Η λέξη Δουβλίνο των κανονισμών είναι βαριά γι αυτό και σήμερα έχουν θεσπιστεί νεότεροι κανόνες και το σύμφωνο για τη μετανάστευση και το άσυλο.
Επιλογικά, το κοινό σύστημα ασύλου που έχει υιοθετηθεί από όλες τις χώρες προϋποθέτει πως πρέπει να εφαρμόζεται σε όλα τα κράτη μέλη μια κοινή απόφαση για την αποδοχή η όχι των προσφύγων. Συνακόλουθα, αν απορριφθεί η αίτηση σε ένα κράτος μέλος η αίτηση το ίδιο θα πρέπει να ισχύσει και από οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος ο αιτών πρόσφυγας θα απευθυνθεί. Ο ίδιος πρέπει να γνωρίζει πως αν αυτή απορρίφθηκε το ίδιο θα συμβεί ακόμη και αν απευθυνθεί σε ένα διαφορετικό κράτος μέλος.