Δεδικασμένο είναι η δεσμευτική ενέργεια που αναπτύσσει η τελεσίδικη δικαστική απόφαση. Το δεδικασμένο δεσμεύει τον μέλλοντα δικαστή να κρίνει διαφορετικά και αποκλείει έτσι νέα διαφορετική απόφαση επι της ίδιας έννομης σχέσης. Το δεδικασμένο αναφέρεται σε έννομες σχέσεις και όχι σε πραγματικά γεγονότα ενώ η θετική λειτουργία του αφορά το γεγονός πως έχουμε δεσμευτικότητα της δικαστικής κρίσεως ενώ η αρνητική λειτουργία το ότι η αγωγή μεταξύ των ίδιων διαδίκων θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.
Αποτελεί γεγονός πως προϋποθέσεις του δεδικασμένου είναι η τελεσίδικη απόφαση και η ταυτότητα προσώπων. Δεδικασμένο αποτελούν οι τελεσίδικες αποφάσεις που είναι οι οριστικές αποφάσεις που δεν μπορούν να προσβληθούν από τα ένδικα μέσα της ανακοπής ερημοδικίας και της έφεσης. Μια απόφαση γίνεται τελεσίδικη αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία ανακοπής ερημοδικίας και η προθεσμία έφεσης καθώς και αν ο διάδικος αποδεχθεί την απόφαση η παραιτηθεί από τα δικαιώματα του. Για την ταυτότητα των προσώπων ισχύει πως το δεδικασμένο ισχύει μεταξύ των διαδίκων και κυρίως των αντιδίκων αλλά όχι των ομοδικιών. Συνακόλουθα όταν το ίδιο πρόσωπο στη δίκη παρέστη ως νόμιμος εκπρόσωπος άλλου και στη δεύτερη ως κύριος διάδικος δεν ισχύει το δεδικασμένο ούτε όταν τα ίδια πρόσωπα παρουσιάζονται ως ομόδικοι στην πρώτη δίκη και ως αντίδικοι στη δεύτερη καθώς το δεδικασμένο δεν ισχύει μεταξύ των ομοδικιών. Το δεδικασμένο επεκτείνεται μεταξύ τρίτων προσώπων ,του καταπιστευματοδόχου εφόσον το πρόσωπο που διεξήγαγε τη δίκη είχε εξουσία διαθέσεως του επίδικου αντικειμένου του κληρονόμου και των μελών του νομικού προσώπου ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του νομικού προσώπου.
Επιλογικά, θα λέγαμε πως το δεδικασμένο στην πολιτική δίκη ισχύει όταν έχουμε μια τελεσίδικη απόφαση που είναι δηλαδή οριστική και δεν μπορεί να προσβληθεί από τα ένδικα μέσα της έφεσης και της ανακοπής ερημοδικιας. Αμετάκλητη είναι η δικαστική απόφαση που δεν μπορεί να προσβληθεί ούτε με τα ένδικα μέσα της αναψηλάφησης και της αναίρεσης.