Τα συναισθήματά της, έριξαν την αυλαία και όλα μαζί, θέλησαν να αποδιοργανώσουν το μυαλό της.
Ξεγυμνώθηκε
Παντού έβλεπες ρούχα ριγμένα, μα όχι παραπεταμένα, αλλά αφημένα, από εκείνη την ηδονή της ψυχής τους, που και το παραμικρό εμπόδιζε την ελευθερία τους.
Μια ελευθερία σκέψης, που η ίδια παρερμήνευσε, βλέπετε η ίδια δεν είχε μάθει να αθετεί τις υποσχέσεις της, μα άλλοι, άκαρδοι διαπραγματευτές του θεαθήναι τους και της επιβεβαίωσής τους, δε δίναν και την απαιτούμενη σημασία.
Επίσημη ερωμένη πια, του λόγου του και της συμπεριφοράς του, έτσι την ήθελε, μα είχε μάθει εκείνη να σέβεται τον εαυτό της και φυσικά αυτό και έδειχνε, να τη σέβονται.
Δεν είχε κανένα παράπονο, αλλά μερικά αντράκια, έτσι τα λεγε, πάλευαν να αποδώσουν τα εύσημά τους μέσω μη αγωνιωδών προσπαθειών, παρά έδιναν γραφές άγραφου νόμου.
Νομικές διατάξεις, στο πινάκιο πρόσκλησης υποθέσεων τεραστίων γιγάντιων ευθυνών, μα ανακαλύπταν ολοένα και περισσότερο τα κενά των επιμέρους θεμάτων καθώς και τις διασαφηνισμένες ασάφειες, καθώς είχε μάθει και ήθελε πάντα να ξεκαθαρίζει τη θέση της.
Νόμιζε πως μπορούσε να την τιθασεύει και να υποκύψει, στου γραφικού του έρωτα τα τερτίπια.
Μα εκείνη μαγείρευε μέρες τώρα, το γεύμα των ηλιθίου, που θα συμμετείχε ως επισκέπτης μεν, αλλά προσκεκλημένος δε.
Απρόσκλητοι εισέβαλλαν η διάγνωση και η ίαση, καταστάσεων, που ενώ υπήρχαν τις αγνοούσες παντελώς και εξειδικευμένα.
Ξεγνμνώθηκε δίπλα του, τα πάντα ομολογούσαν τη γύμνια της, μα το σώμα και η ψυχή, αντιδρούσε στην μεγάλη κάλυψη του ζητήματος, ακόμα και του κουκουλώματος.
Είχε μάθει πως καθαρός ουρανός αστραπές δε φοβάται, οπότε κι αυτό έκανε.
Άφησε την πρόσκληση, στο κομοδίνο και με πάπλωμα ζεστό την αξιοπρέπειά της, άρχισε να ντύνει και πάλι την ψυχή της, αφού ήταν τόσο άνανδρο και άσκοπο, που τον άφησε να περιμένει… αν ίσως… κάποτε… κάποια… κάπου… συναντηθούν ξανά και καταφέρει να μην του ρίξει καν μια ματιά.