Ένας από τους πιο επιτυχημένους σούπερ ήρωες τα τελευταία χρόνια για τη Marvel, o Dr. Strange, επιστρέφει ως πρωταγωνιστής, έξι χρόνια μετά την πρώτη ταινία του. Πολλά έχουν αλλάξει έκτοτε, και μαζί με αυτά το πνεύμα και η ατμόσφαιρα της νέας ταινίας, που είναι πολύ διαφορετικά σε σχέση με όσα μας έχει συνηθίσει η Marvel. Είναι ο νέος (Strange) ωραίος;
Dr. Strange 2: In the Multiverse of Madness (2022)
Superhero, 126’
Σκηνοθεσία: Sam Raimi
Σενάριο: Michael Waldron
Πρωταγωνιστούν: Benedict Cumberbatch, Elizabeth Olsen, Chiwetel Ejiofor, Benedict Wong, Xochitl Gomez
Μέσω μιας απρόσμενης πηγής, ο Dr. Strange μαθαίνει για το πολυσύμπαν και τις διαφορετικές μορφές του εαυτού του, πολλές από τις οποίες μοιάζουν επικίνδυνες. Η Wanda Maximoff και ο Wong μπαίνουν κι αυτοί στο παιχνίδι με μια απρόσμενη και απρόβλεπτη τροπή.
Η Marvel έχει δοκιμάσει πολλά, ιδιαίτερα μετά το κλείσιμο του κύκλου με το Avengers: Endgame, τέτοιες μέρες πριν από τρία χρόνια. Έχει επεκτείνει τον κύκλο των σούπερ ηρώων της, προσπαθώντας, μεταξύ άλλων, να εισάγει χαρακτήρες από μειονότητες και να ξεφύγει από τα συνηθισμένα. Ενώ οι προ πανδημίας ταινίες της φλέρταραν συχνά με την κωμωδία, εσχάτως οι πλοκές έχουν γίνει μια ιδέα σκοτεινότερες, οι αντιήρωες συχνότεροι, και τα όρια καλού και κακού, πραγματικότητας και φαντασίας, πιο δυσδιάκριτα. Πριν λίγες εβδομάδες, κυκλοφόρησε η ταινία Morbius, η οποία (με μεγάλη αποτυχία) φλέρταρε με το θρίλερ τρόμου και επιχείρησε, για πρώτη φορά στα χρονικά της Marvel, να τρομάξει τους θεατές. Το πείραμα επαναλαμβάνεται εδώ, στο σίκουελ του πολύ επιτυχημένου Dr. Strange, ωστόσο αυτή τη φορά τα πράγματα είναι πολύ πιο περίπλοκα και οι στόχοι πολλαπλοί.
Στόχοι πολλαπλοί, σαν το πολυσύμπαν της Marvel, το οποίο μας παρουσιάστηκε με επιτυχία στο τελευταίο Spiderman, όταν και είδαμε τους τρεις ηθοποιούς που υποδύθηκαν τον ομώνυμο ήρωα τις τελευταίες δύο δεκαετίες να βρίσκουν ο ένας τον άλλο και να ενώνουν τις δυνάμεις τους. Είδαμε τότε, λοιπόν, το κόνσεπτ πως ο ίδιος χαρακτήρας βρίσκεται ταυτόχρονα σε διαφορετικά σύμπαντα, συχνά με αντιφατικά χαρακτηριστικά, και οι πραγματικότητες αυτές είναι δυνατό να συναντηθούν, έστω κι αν κάτι τέτοιο εμπεριέχει τεράστιο κίνδυνο. Υπεύθυνος, φυσικά, για τα ταξίδια στο χωροχρόνο, ήταν και τότε ο Dr. Strange, ο οποίος στη δική του πια ταινία βλέπει την ιδέα του πολυσύμπαντος να επεκτείνεται με ραγδαίο και απροσδόκητο τρόπο.
Πρόσωπο-κλειδί στην ιστορία μας αποτελεί η νέα ηρωίδα που εμφανίζεται, η Αμέρικα Τσάβεζ (Xochitl Gomez), ένα νεαρό κορίτσι με την ανεξέλεγκτη ικανότητα να ταξιδεύει σε διαφορετικά σύμπαντα και να βλέπει διαφορετικές μορφές της πραγματικότητας. Ικανότητα που προφανώς θα προσέξουν ο Dr. Strange με τον Wong, αλλά και η Wanda Maximoff (ή αλλιώς Scarlet Witch). Ιδιότητα που ανατρέπει οτιδήποτε ξέραμε μέχρι τώρα για τους ήρωες αυτούς, για τη δράση τους και τις φιλοδοξίες τους. Ο εχθρός αυτή τη φορά δεν είναι κάποιος εξωτερικός διαβολικός κακός, όπως ο Ultron ή ο Thanos, αλλά ο ίδιος ο εαυτός των πρωταγωνιστών, είτε στο ίδιο σύμπαν, είτε σε διαφορετικά.
Στο δεύτερο μισό της ταινίας, και κυρίως στο φινάλε, γίνεται αυτή η στροφή που προαναφέρθηκε, προς το horror στοιχείο, το μεταφυσικό, το τρομακτικό, κάτι το οποίο δεν έχουμε συνηθίσει στο MCU. Δεν είναι σαφές αν η προσπάθεια αυτή είναι σοβαρή και στοχευμένη ή απλώς ακόμα μια ανατροπή στο παράλογο σκηνικό που έχει στήσει ο, γνωστός για τα… τραβηγμένα του σενάρια, σκηνοθέτης Sam Raimi, ωστόσο η γεύση που αφήνει δεν είναι θετική. Όχι γιατί υπάρχει κάποιο δόγμα που λέει πως μια ταινία Marvel δε μπορεί να είναι τρομακτική, αλλά γιατί απλούστατα δεν καταφέρνει να τρομάξει, ξενίζοντας ταυτόχρονα και το θεατή που δεν έχει συνηθίσει να βλέπει έτσι τους αγαπημένους του σούπερ ήρωες.
Στα θετικά, ωστόσο, καταγράφονται οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών, κυρίως των Cumberbatch και Olsen. Δεν είναι υπερβολή να ισχυριστούμε πως ο Dr Strange ως χαρακτήρας ταυτίζεται πλήρως στα μάτια και το μυαλό μας με το Βρετανό μαέστρο της υποκριτικής, που τον υποδύεται. Κάποια σεναριακά τρικ μέσα στη δαιδαλώδη πλοκή με το πολυσύμπαν επίσης κερδίζουν τις εντυπώσεις, όπως και μεμονωμένες αστείες αλλά και συγκινητικές σκηνές, οι οποίες συνοδεύουν παραδοσιακά κάθε ταινία παραγωγής Marvel Studios τα τελευταία χρόνια.
Ανάμικτες εντυπώσεις, συνολικά, για τον δεύτερο Dr. Strange. Θα έλεγα πως το συμπέρασμα που προκύπτει είναι πως η ταινία αδικεί τον εαυτό της, με αχρείαστα “στραβοπατήματα” και πειράματα στο άγνωστο που δεν της βγαίνουν. Αυτό δε σημαίνει, ωστόσο, πως δεν αξίζει της προσοχής. Η ποιότητα του πρωταγωνιστικού καστ είναι εξαιρετική, ενώ δεν είναι όλες οι απόπειρες για κάτι διαφορετικό αποτυχημένες. Η Marvel έχει φτάσει στο σημείο πια που δε φοβάται να πειραματιστεί, γνωρίζοντας πως, ακόμα κι αν δεν της βγει, έχει τα στοιχεία να γυρίσει ταινίες αξιόλογες και επιτυχημένες.
Βαθμολογία: 7/10