Μια ταινία που ανακάλυψα την περίοδο της καραντίνας και έγινε αμέσως μια από τις αγαπημένες μου είναι η Πόλη του Θεού ή στα αγγλικά City of God. Έκτοτε την είδα αρκετές φορές, καθώς όσο εστίαζα την προσοχή μου στην πλοκή και τους χαρακτήρες τόσο περισσότερο μου γινόταν κατανοητές οι δύσκολες συνθήκες επιβίωσης, που παρουσιάζει εύστοχα η ιστορία.
Είναι μια βραζιλιάνικη ταινία του 2002 σε σκηνοθεσία του Φερνάντο Μεϊρέγιες. Πιο συγκεκριμένα, το σενάριο είναι διασκευή του ομώνυμου μυθιστορήματος του Πάολο Λινς. Η ταινία διακρίνεται για τη μοντέρνα -με πολλά στοιχεία ντοκιμαντέρ- σκηνοθεσία της και ο δημιουργός της έχει χαρακτηριστεί από πολλούς ως ο Βραζιλιάνος Σκορτσέζε.
Η Πόλη του Θεού είναι μια από τις φτωχότερες φαβέλες του Ρίο Ντε Τζανέιρο. Κατά κάποιο ειρωνικό τρόπο ο Θεός απουσιάζει από αυτό το μέρος, όπου η διακίνηση ναρκωτικών, η συμμετοχή σε συμμορίες και η παιδική εγκληματικότητα ανθούν, καθώς τις περισσότερες φορές φαίνεται να μην έχουν άλλη επιλογή προκειμένου να επιβιώσουν. Η κακόφημη αυτή φαβέλα, στην πραγματικότητα έχει αποτελέσει μέρος ενός κυβερνητικού προγράμματος, έχοντας ως σκοπό την αποσυμφόρηση του κέντρου του Ρίο.
Ο νεαρός Φουζέ, ο πρωταγωνιστής της ιστορίας, μεγαλώνει σε αυτό το άγριο περιβάλλον, αλλά από πολύ μικρός νιώθει πως δεν ανήκει εκεί. Έχει όνειρα και θέλει να ξεφύγει από τον αιματηρό φαύλο κύκλο επιβίωσης. Πολύ φιλότιμος και ευαίσθητος για να γίνει εγκληματίας, καταφέρνει να βρει διέξοδο, χάρη στην ενασχόληση του με την φωτογραφία.
Λίγα λόγια για τις φαβέλες, προκειμένου να γίνει πιο κατανοητό το σκηνικό της ταινίας. Η ύπαρξη της φαβέλας υποδηλώνει την κοινωνική ανισότητα. Το εμπόριο όπλων και παράνομων ουσιών, η φτώχεια, ο αναλφαβητισμός, ακόμα και το χαμηλό προσδόκιμο ζωής είναι ορισμένα από τα βασικά χαρακτηριστικά τέτοιου είδους περιοχών. Μια ατάκα της ταινίας που περιγράφει πλήρως το αίσθημα απόγνωσης των κατοίκων λόγω των αντίξοων συνθηκών είναι: «Αν τρέξεις το θηρίο θα σε πιάσει, αν παραμείνεις το θηρίο θα σε φάει».
Η κινηματογραφική ιστορία της Πόλης του Θεού περιγράφει, δηλαδή τον πόλεμο των συμμοριών που παίζει καθοριστικό ρόλο στην υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου. Από την αρχή μέχρι το τέλος της η ταινία σοκάρει με τις σκηνές που φανερώνουν τη συμμετοχή παιδιών στις δράσεις των συμμοριών. Παρά το νεαρό της ηλικίας τους, έχουν όπλα και σκοτώνουν. Έχουν χάσει προ πολλού την παιδική τους ξεγνοιασιά, ίσως να φαντάζει και πολυτέλεια στα μάτια τους αυτή η ξεγνοιασιά, καθώς καλούνται να ωριμάσουν πριν την ώρα τους.
Ο σκηνοθέτης εργάστηκε κυρίως με ερασιτέχνες ηθοποιούς που προέρχονται από αντίστοιχες περιοχές. Στο μεγαλύτερο μέρος της αυτοσχεδιάζουν, πετυχαίνοντας έτσι μια πιο ρεαλιστική ατμόσφαιρα. Οι σκηνές μάχης ξεχωρίζουν για την αυθεντικότητα τους και δίνουν την αίσθηση πως εκτυλίσσονται δίπλα στον θεατή.
Σίγουρα μέσα από την ταινία βγαίνει και κάτι αισιόδοξο, το ταλέντο του πρωταγωνιστή και η ευκαιρία του να φύγει μια για πάντα από εκεί. Μας θυμίζει πως αν υπάρχουν τα κατάλληλα ερεθίσματα και προσπάθειες πνευματικής καλλιέργειας των παιδιών μπορεί να υπάρξει ελπίδα για αλλαγή στο μέλλον. Κι αν μας κάνει φανερή κάποια ανάγκη, αυτή είναι η ανάγκη των ανθρώπων της Πόλης του Θεού και κάθε άλλης αντίστοιχης Πόλης του Θεού, όχι τόσο από πνευματικά, αλλά από κοινωνικά καλλιεργημένα άτομα. Τουλάχιστον για αρχή…