Καλή χρονιά σε όλες και όλους, με τις θερμότερες ευχές μας για κάτι πολύ διαφορετικό από το 2020. Μέσα στην εφιαλτική, από κάθε άποψη, χρονιά που πέρασε, έσβησε άδοξα, μόλις στα 43 του χρόνια – από καρκίνο – ένας από τους πιο υποσχόμενους και ταλαντούχους ηθοποιούς της γενιάς του. Ο Chadwick Boseman, γνωστός στο ευρύ κοινό για το ρόλο του Μαύρου Πάνθηρα, ο πρώτος Αφροαμερικανός σταρ ταινιών της Marvel, ένας ηθοποιός του οποίου η πορεία έμοιαζε να τον οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια προς ακόμα μεγαλύτερη καταξίωση μέσω, μεταξύ άλλων, ενός βραβείου Όσκαρ. Ίσως προλάβει να κερδίσει το τελευταίο, έστω και μετά θάνατον, χάρη στην ερμηνεία του σε μια ιδιαίτερη ταινία με ακόμα πιο… ιδιαίτερο τίτλο.
Ma Rainey’s Black Bottom (2020) – Μουσικό δράμα εποχής, 94΄
Σκηνοθεσία: George C. Wolfe
Σενάριο: Ruben Santiago – Hudson
Πρωταγωνιστούν: Chadwick Boseman, Viola Davis, Glynn Turman
Σικάγο, 1927. Μια μπάντα Αφροαμερικανών, με επικεφαλής τη διάσημη ερμηνεύτρια του μπλουζ Ma Rainey φτάνουν στην πόλη για μια ηχογράφηση ρουτίνας, κατά τη διάρκεια της οποίας θα αποκαλυφθούν μυστικά και θα αναδειχθούν επαγγελματικά και προσωπικά κίνητρα των μελών της, με δυνητικά επικίνδυνες προεκτάσεις.
Μια βασική πρωτοτυπία της, βασισμένης στο ομώνυμο θεατρικό του August Wilson, ταινίας είναι πως παρουσιάζει ένα πραγματικό πρόσωπο, τη διάσημη μαύρη τραγουδίστρια Ma Rainey (Davis), σ΄ ένα γεγονός και με πρόσωπα που αποτελούν καθαρά στοιχεία μυθοπλασίας. Κεντρικός χαρακτήρας, εξάλλου, δεν είναι η πληθωρική, εκκεντρική τραγουδίστρια (που ερμήνευσε μεταξύ άλλων και το τραγούδι με τον ιδιαίτερο τίτλο που αποτελεί τον τίτλο της ταινίας) αλλά ο νεαρός, υπερφιλόδοξος τρομπετίστας της μπάντας της (Boseman), που προφανώς δεν αποτελεί πραγματικό πρόσωπο. Το πλαίσιο της ταινίας, που διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξή της, δεν είναι άλλο από το θρυλικό Σικάγο της εποχής της Ποτοαπαγόρευσης, την πόλη σύμβολο των Roaring Twenties, του Αλ Καπόνε, της τζαζ και των τρελών ρυθμών της εποχής.
Τα 1920s στις ΗΠΑ δε χαρακτηρίζονται μόνο από τα στοιχεία που μόλις αναφέρθηκαν, αλλά και από κάτι άλλο πολύ σημαντικό που συχνά παραβλέπεται. Το λεγόμενο ναδίρ των αμερικανικών διαφυλετικών σχέσεων. Είναι η εποχή που οι ελπίδες για φυλετική ισότητα, που γεννήθηκαν με τη συντριβή των Νοτίων στον εμφύλιο, είναι βαθιά θαμμένες. Η εποχή του λιντσαρίσματος, των προσβολών, των ανισοτήτων ακόμα και στην παραμικρή πτυχή της καθημερινότητας, η εποχή όπου να είσαι μαύρος είναι από τη μία βαθύτατη προσβολή για τους λευκούς και από την άλλη σε φέρει σε μόνιμο κίνδυνο ακόμα και για τη σωματική σου ακεραιότητα. Κυρίως στο νότο της χώρας, σύμφωνοι, από τον οποίο εξάλλου προέρχονται και οι πρωταγωνιστικοί χαρακτήρες, ασχέτως που το έργο διαδραματίζεται στο πιο φιλελεύθερο Σικάγο.
Στο πλαίσιο αυτό δραστηριοποιούνται με κλειστοφοβικό τρόπο, καθώς όλα εξελίσσονται μέσα σ΄ένα στούντιο σε μικρό χρονικό διάστημα, οι ήρωες της ταινίας. Κυρίαρχο πρόσωπο δεν είναι η θρυλική τραγουδίστρια αλλά ο νεαρός τρομπετίστας, ο οποίος βλέπει τη θέση του στη μπάντα ως απλώς το πρώτο σκαλοπάτι μιας μεγάλης καριέρας. Θεωρεί τον εαυτό του εξαιρετικά ταλαντούχο και σίγουρα ανώτερο των πιο έμπειρων συναδέλφων του, με τους οποίους συχνά συγκρούεται, ενώ συγκρούσεις συμβαίνουν και μεταξύ της ντίβας της μπλουζ και του (λευκού) παραγωγού της, με τον μάνατζερ σε ρόλο διαμεσολαβητή.
Έκρυθμο κλίμα, μπλουζ μουσική, αφηγήσεις από τραυματικά περιστατικά ρατσισμού τα οποία έζησαν και ζουν σχεδόν όλοι οι κεντρικοί χαρακτήρες, το σενάριο σιγοβράζει σταδιακά υποσχόμενο την έκρηξη, παρότι δε γεμίζει το μάτι εκ πρώτης όψεως. Η σκηνοθεσία λιτή και κλειστοφοβική, η ερμηνεία του εκλιπόντος, πια, Boseman, ανεπανάληπτη, επισκιάζοντας ακόμα και την πιο έμπειρη και οσκαρική Viola Davis. Επιπλέον ατού της ταινίας, ότι καταφέρνει να απεικονίσει με γλαφυρό, σαφή τρόπο το χωροχρονικό context στο οποίο λαμβάνει χώρα, με έμφαση τόσο στις μουσικές τάσεις της εποχής όσο, περισσότερο, στο ρατσισμό, εντάσσοντας όμως όλα αυτά σ΄ ένα ανατρεπτικό, κλιμακούμενης έντασης σενάριο.
Εξαιτίας του τραγικού θανάτου του πρωταγωνιστή του, σε πολύ νεαρή ηλικία και στο απόγειο της καριέρας του, το Ma Rainey’s Black Bottom θα μνημονεύεται κυρίως ως η τελευταία και καλύτερη ταινία του Chadwick Boseman, που ίσως του χαρίσει κι ένα μετά θάνατον χρυσό αγαλματίδιο. Θα ήταν άδικο, ωστόσο, να εκτιμήσουμε το έργο μόνο γι αυτή του την ιδιαιτερότητα. Πρόκειται για μια άρτια ταινία εποχής, ατμοσφαιρική, ηθογραφική, με μεστή σκηνοθεσία και ερμηνείες, που διαρκεί όσο λίγο πρέπει (~90 λεπτά) ώστε να μην κουράζει, όταν μοιάζει να ξεμένει από ιδέες, ισχυρό, αν και λανθάνον, αντιρατσιστικό μήνυμα αλλά και υπέροχη μουσική συνοδεία. Η ερμηνεία του Boseman θα έπρεπε να είναι απλώς το κερασάκι στην τούρτα, αλλά περνάει αναπόφευκτα στο προσκήνιο για τον πιο δυσάρεστο δυνατό λόγο…
Βαθμολογία: 8/10