O «Νονός» είναι μια εμβληματική ταινία του 20ου αιώνα και μια από τις καλύτερες όλων των εποχών, σε σκηνοθεσία του Φράνσις Φορντ Κόπολα. Συγκεκριμένα, είναι ένα δραματικό, γκανγκστερικό φιλμ του 1972, με πρωταγωνιστές τον Μάρλον Μπράντο και τον Αλ Πατσίνο. Αποτελείται από έναν αξεπέραστο συνδυασμό κλασικού και μοντέρνου. Παρουσιάζει εύστοχα και με ρεαλιστική ακρίβεια το έγκλημα, την τιμωρία και την σκοτεινή φύση του ανθρώπου.
Οι φοβερές ερμηνείες των ηθοποιών καθώς και η ξεχωριστή μουσική του «Νονού» είναι κάποιοι από τους λόγους που η συγκεκριμένη ταινία έχει αφήσει ανεξίτηλο το σημάδι της στην ιστορία του κινηματογράφου. Βραβευμένη με τρία Όσκαρ, αυτό της καλύτερης ταινίας, του διασκευασμένου σεναρίου και του α’ αντρικού ρόλου.
Ο Φράνσις Φορντ Κόπολα με την σκηνοθεσία του κατάφερε κάτι μοναδικό, την αίσθηση ταύτισης του θεατή με τις ζωές ανθρώπων που υπό φυσιολογικές συνθήκες θα απέρριπτε. Αξιοσημείωτη είναι και η εύστοχη προσπάθεια του να αποδώσει μέσα από το σενάριο, το αν μη τι άλλο, «πικρό τίμημα» του Αμερικάνικου ονείρου.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Το σενάριο της ταινίας έχει να κάνει με μια μαφιόζικη οικογένεια ιταλικής καταγωγής στη μεταπολεμική Νέα Υόρκη. Ο Βίτο Κορλεόνε είναι ο ηλικιωμένος αρχηγός της οικογένειας. Δυστυχώς γι’ αυτόν, οι καιροί έχουν αλλάξει και όταν ένας «πόλεμος» μεταξύ οικογενειών ξεσπά, ο μικρός του γιός, Μάικλ αναγκάζεται να αναλάβει τα ηνία.
Η αγάπη για την οικογένεια, η διαφθορά, η προδοσία, η δίψα για εκδίκηση και η δύναμη του χρήματος, παίζουν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής.
Το casting του «Νονού», ίσως είναι η βασικότερη αιτία της σπουδαιότητας του. Σημαντική λεπτομέρεια που έχουν παραδεχθεί μετά από χρόνια οι συντελεστές της ταινίας είναι πως ο Μάρλον Μπράντο ήταν η τελευταία επιλογή για τον ρόλο του Δον Βίτο Κορλεόνε λόγω της φήμης που είχε ότι είναι δύσκολος στις συνεργασίες του. Πέρα από την επιτυχία του casting όμως, το αξεπέραστο ταλέντο του Κόπολα στην αφήγηση, αλλά και η εξαιρετική μουσική του Νίνο Ρότα δίνουν έναν μοναδικό χαρακτήρα τόσο στην αισθητική όσο και γενικότερα στην ατμόσφαιρα της ιστορίας. Παρόλα αυτά ο Κόπολα έχει τονίσει «Πρέπει να καταλάβετε, ως σκηνοθέτης δεν ήξερα στην πραγματικότητα πως να γυρίσω την ταινία. Έμαθα γυρίζοντας την».
O «Νονός» πρώτη φορά κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ τον Μάρτιο του 1972. Μέσα σε δεκαπέντε μέρες, η ταινία κατέρριψε το ρεκόρ εισιτηρίων του «Όσα παίρνει ο άνεμος» που ήταν συνεχόμενα στην κορυφή από το 1939.
Όπως είναι λογικό και επόμενο μια τέτοιου είδους ταινία κίνησε την προσοχή των Αμερικανών Μαφιόζων της τότε εποχής. Έτσι διοργανώθηκε μια ειδική προβολή για αυτούς. Το βράδυ της προβολής, περίπου εκατό λιμουζίνες σταμάτησαν έξω από την κινηματογραφική αίθουσα. Οι μαφιόζοι μαζί με τους συνοδούς τους κατέβαιναν με ενθουσιασμό για να παρακολουθήσουν την ταινία έπος, που ήταν «βγαλμένη» μέσα από τις ζωές τους. Μια ζωή, δηλαδή γεμάτη ρίσκα, κίνδυνο και παρανομία.
Ήταν όμως τόσο θετικοί και ενθουσιώδεις με το σενάριο της ταινίας από την αρχή; Η απάντηση είναι πως όχι. Δεν ήταν καθόλου σύμφωνοι με το να ξεσκεπαστεί ο βίος και οι παράνομες δραστηριότητες τους στην μεγάλη οθόνη. Πιο αναλυτικά, μόλις έγιναν γνωστά τα γυρίσματα της ταινίας, η Μαφία δεν έχασε χρόνο και έστειλε μπράβους να αντιμετωπίσουν την κατάσταση. Παρά τις αμέτρητες απειλές κατά της ζωής των συντελεστών και αγαπημένων τους προσώπων, τα γυρίσματα ξεκίνησαν.
Την λύση στο πρόβλημα έδωσε ο παραγωγός της ταινίας, όπου ύστερα από αμέτρητες διαπραγματεύσεις κατάφερε να κατευνάσει τα πνεύματα. Συμφώνησε να δείξει το σενάριο και να διαγράψει ότι δεν έβρισκε σύμφωνη την Μαφία. Τέλος, έβαλε ως κομπάρσους πολλούς συνεργάτες των μαφιόζικων οικογενειών, αν και δολοφόνοι ή εκβιαστές λάτρεψαν -όπως κάθε άνθρωπος- την ιδέα συμμετοχής τους σε ταινία.
Έχουν περάσει πενήντα χρόνια από την πρεμιέρα του «Νονού» και συνεχίζει να μένει αλώβητος στο πέρασμα του χρόνου. Αν και οι ζωές μας διαφέρουν σαν τη μέρα με τη νύχτα με αυτές των ηρώων της ταινίας, το σενάριο φροντίζει να μας περάσει κάποια μηνύματα και κυρίως να μας αφυπνίσει για τον κόσμο που ζούμε. Έναν κόσμο παραδομένο στη διαπλοκή, την υποκρισία, το φόβο απέναντι στην αλήθεια και την αλαζονεία της εξουσίας.